(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, Ιανουάριος-Μάρτιος 2024, σελ. 67-69, τεύχος 200)
Στον πρόλογο του βιβλίου Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος παρατίθεται επιστολή του Παπαδιαμάντη προς τον πατέρα του στην οποία περιγράφει τη φτώχεια του: Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Στις ατυχίες της ζωής του αναφέρει και την έλλειψη ιδιαιτέρων μαθημάτων: Τον ένα μήνα είχον μίαν προγύμνασιν, τον άλλον δεν είχα. Την πραγματικότητα της ζωής του φτωχού δασκάλου ενσαρκώνει και ο Ισμαήλ, καθηγητής φιλολογίας και ήρωας του μυθιστορήματος Μας καταβροχθίζει η φωτιά τού Ζάουμε Καμπρέ (Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός, Εκδόσεις Πόλις, 2022). Πρόκειται για ένα μοτίβο που ξεκινά από την αρχαιότητα. Εμφανίζεται διαχρονικά στη γραμματεία, καταγράφοντας τη θλιβερή πραγματικότητα των δασκάλων, ειδικότερα όσων διδάσκουν θεωρητικές επιστήμες: ρητοροδιδασκάλων, φιλοσόφων και, φυσικά, φιλολόγων.
Ο Ρωμαίος ποιητής Ιουβενάλης, που έζησε στα τέλη του 1ου αι. και τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., περιγράφει τη ζωή των δασκάλων ρητορικής σε μία από τις Σάτιρές του. Συγκεκριμένα, στην) έβδομη Σάτιρα (στίχοι 150-215) συνοψίζει την άθλια κατάστασή τους με αποκορύφωση την προτροπή να εγκαταλείψουν τη διδασκαλία και να αναζητήσουν άλλη επαγγελματική ασχολία (vitae diversum iter ingredietur). Ο Λουκιανός, λίγες δεκαετίες μετά τον Ιουβενάλη, συγγράφει με τη μορφή επιστολής την πραγματεία Περὶ τῶν ἐν Μισθῷ συνόντων, στην οποία περιγράφει τις ταπεινώσεις των Ελλήνων φιλοσόφων ή ρητόρων που προσλαμβάνονται ως δάσκαλοι στα σπίτια εύπορων Ρωμαίων. Στον πρόλογο δηλώνει πως γνωρίζει πολλά από τις μαρτυρίες άλλων που είτε υφίστανται ακόμη αυτή τη συμφορά (οἱ μὲν ἔτι ἐν τῷ κακῷ ὄντες), είτε ξέφυγαν και χαίρονται καθώς σκέφτονται από ποια δεινά γλίτωσαν (εὐφραίνοντο ἀναλογιζόμενοι οἵων ἀπηλλάγησαν). Ο ίδιος δηλώνει πως δεν είχε τέτοια εμπειρία και παρακαλεί τους θεούς να μη χρειαστεί (οὐ γὰρ ἐν ἀνάγκῃ μοι ἡ πεῖρα ἐγεγένητο, μηδέ, ὦ θεοί, γένοιτο). Σε ένα από τα πρώτα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας, τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα του 12ου αι. μ.Χ., ο ποιητής θρηνεί την επιλογή να σπουδάσει, επειδή η ζωή του είναι γεμάτη πείνα και στενοχώρια:
Έμαθον τα γραμματικά, πλην μετά κόπου πόσου.
Αφού δε γέγονα καγώ γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,
και διά την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
«Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει,
ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,
καθ' ήν με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον
προς το να μάθω γράμματα, τάχα να ζω απ' εκείνα!»
Τον ίδιο χαρακτήρα, του φτωχού δασκάλου, βρίσκουμε σε κεντρικούς ήρωες της σύγχρονης λογοτεχνίας. Στον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι ο κεντρικός ήρωας, Αλεξέι Ιβάνοβιτς, είναι ένας φτωχός καλλιεργημένος νέος, ευγενικής καταγωγής, ο οποίος υπηρετεί ως δάσκαλος (ουτσίτελ) των παιδιών ενός χαρτοπαίκτη απόστρατου στρατηγού. Ο Νικίτιν, στο διήγημα του Τσέχοφ Ο καθηγητής φιλολογίας, είναι ένας φτωχός εκπαιδευτικός που νοικιάζει ένα διαμέρισμα με τον Ιπολίτ, συνάδελφό του στο επαρχιακό σχολείο όπου εργάζονται. Η έξοδος από τη φτώχεια οφείλεται στον πλούσιο γάμο με τη Μάσα. Οι σπουδές δεν προσφέρουν τίποτα ούτε στον Ιβάνοβιτς, ούτε στον Νικίτιν. Το ίδιο ισχύει και για τον Ισμαήλ στο μυθιστόρημα του Καμπρέ: η μόνη χρησιμότητα των γνώσεων του καθηγητή είναι ένα ειρωνικό εύρημα του συγγραφέα, καθώς ο ήρωας ξεκλειδώνει έναν κωδικό επειδή γνωρίζει λατινικά.
Ακόμη και ως στιγμιότυπο μέσα σε ένα μυθιστόρημα η φιλολογία, οι θεωρητικές γνώσεις, αντιμετωπίζονται με οίκτο, είναι κάτι ολότελα άχρηστο. Στο Μιραμάρ τού Ναγκίμπ Μαχφούζ η φιλολογία αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στην επαγγελματική αποκατάσταση: Συμφωνήσαμε να βρει μια δουλειά. Πώς όμως; Το μοναδικό της πτυχίο, κλασικής φιλολογίας, δεν βοηθούσε και πολύ. (Σελ. 122, μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη, εκδόσεις Ψυχογιός, 1990). Στο Hotel Savoy του Γιόζεφ Ροτ ο Γκάμπριελ Νταν, ένας στρατιώτης που μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου έχει μείνει άνεργος, ακούει ένα ελληνικό όνομα -Καλογερόπουλος- και αρχίζει να το κλίνει, αλλά αμέσως αποδιώχνει την ανάμνηση της εκμάθησης των αρχαίων στο σχολείο. Αρκετές σελίδες παρακάτω επιστρέφει στην ανάμνηση για να την ειρωνευτεί. Είναι άνεργος και δεν μπορεί να βρει μεροκάματα, καθώς οι γνώσεις του είναι μόνο θεωρητικές: Είναι η τρίτη μέρα που στέκομαι στο Σταθμό και περιμένω να βρω μεροκάματο. [...] Κανένας δεν χρειάζεται εργάτες, εκτός κι αν είναι τεχνικοί ειδικευμένοι- κι εγώ δεν είμαι. Ξέρω να κλίνω τον «Καλογερόπουλο» (σελ. 81, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Άγρα, 2007). Στο μυθιστόρημα Οι σειρήνες της Βαγδάτης τού Γιασμίνα Χάντρα ο ήρωας ταξιδεύει στη Βαγδάτη μετά την αμερικανική εισβολή και αναζητά δουλειά. Του προσφέρεται εργασία σε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και συναντάμε την ίδια ειρωνεία. Το αφεντικό ενθουσιάζεται με τις φιλολογικές του σπουδές και του αναθέτει τα λογιστικά βιβλία:
-Το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να ενημερώνεις τα βιβλία παραλαβών και πωλήσεων. Έχεις πάει και πανεπιστήμιο, αν θυμάμαι καλά.
-Τελείωσα το πρώτο έτος της φιλολογίας.
-Έξοχα! Η λογιστική είναι θέμα εντιμότητας κι εσύ είσαι τίμιο παιδί. Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις στην πορεία.
(σελ. 184, μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, εκδόσεις Καστανιώτη, 2007)
Σε αυτή τη λίστα, που μπορεί να εμπλουτιστεί με πολλά περισσότερα λογοτεχνικά παραδείγματα, και σε αυτό το άρθρο, που κατέγραψε την απαξίωση των φιλολογικών και γενικότερα θεωρητικών σπουδών, ταιριάζει ως αντίβαρο η ρήση του αυτοκράτορα φιλοσόφου Μάρκου Αυρήλιου, που θεωρεί κληρονομιά από τον προπάππο του το να έχει καλούς δασκάλους κατ' οίκον και να ξοδεύει αφειδώς για αυτούς (Παρὰ τοῦ προπάππου τὸ μὴ εἰς δημοσίας διατριβὰς φοιτῆσαι καὶ τὸ ἀγαθοῖς διδασκάλοις κατ οἶκον χρήσασθαι καὶ τὸ γνῶναι ὅτι εἰς τὰ τοιαῦτα δεῖ ἐκτενῶς ἀναλίσκειν. Βιβλίον Α΄, δ΄)