Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Η εργαλειοποίηση της Επανάστασης του 1821


Όπως συμβαίνει με ένα μεγάλο φάσμα της επικαιρότητας, έτσι και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έγινε γρήγορα υπόθεση της ελληνικής πολιτικής ζωής. Η ύπαρξη δύο εγχώριων στρατοπέδων επιβεβαιώθηκε από πολύ νωρίς: η μία από τις δύο πλευρές κατηγορεί την άλλη πως υποβαθμίζει το γεγονός της ρωσικής εισβολής, δεν καταδικάζει ξεκάθαρα τη Ρωσία και κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε επιτιθέμενους και αμυνόμενους. Στο στόχαστρο της κριτικής βρέθηκαν δύο συναυλίες: η μία έγινε στις 14 Μαρτίου στο Σύνταγμα και η άλλη στις 29 Μαρτίου στα Προπύλαια.

Η σύμπτωση του εορτασμού της 25 Μαρτίου έδωσε την αφορμή για την χρήση της Επανάστασης του 1821 ως επιχειρήματος για την επιλογή “ορθής” πολιτικής τοποθέτησης. Αναζητήθηκαν οι αναλογίες ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες του 1821 και τους Ουκρανούς του 2022, όπως και αναλογίες ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τη σύγχρονή μας Ρωσία. Το μήνυμα αυτής της πλευράς είναι σαφές: ως Έλληνες οφείλουμε να ταυτιστούμε με τους Ουκρανούς και να θεωρήσουμε τη σημερινή Ρωσία ως το αντίστοιχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η αναλογία δεν είναι απλώς ένα ερμηνευτικό σχήμα, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά χρησιμοποιείται κανονιστικά, με τρόπο που ταυτίζει την πολιτική τοποθέτηση ως επιβεβλημένη ελέω ιστορίας. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε άλλη άποψη περιγράφεται ως μη ελληνική, εφόσον (υποτίθεται ότι) δεν αποδοκιμάζει ευθέως τη Ρωσία – σημερινό αντίστοιχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που δυνάστευε το ελληνικό έθνος. Η αναλογία δεν έχει μόνο κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά επιπλεόν συνδέει τη μία -την “ορθή”- άποψη πάνω στο θέμα με το πατριωτικό αίσθημα -ή την έλλειψη αυτού.


Στο παρόν κείμενο θα εξεταστούν τρεις γελοιογραφίες και ένα άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή που δημοσιεύθηκαν την 24η και την 27η Μαρτίου. Στις 24 Μαρτίου δημοσιεύτηκαν τρία σκίτσα των Δημήτρη Χαντζόπουλου, Ηλία Μακρή και Ανδρέα Πετρουλάκη. Παρωδώντας τον γνωστό πίνακα του Θεοδώρου Βρυζάκη «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη Σημαία της Επανάστασης», ο Δημήτρης Χαντζόπουλος απεικονίζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και αγωνιστές της Επανάστασης που κρατούν μουσικά όργανα. Στη λεζάντα διαβάζουμε: «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί όργανα και παρτιτούρες των αγωνιστών λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία ειρήνης της 29ης Μαρτίου του 1821». Η επιλογή της ημερομηνίας (29η Μαρτίου) αναφέρεται ευθέως στη συναυλία στα Προπύλαια. Οι πόλεμοι δεν διεξάγονται με μουσικά όργανα, αλλά με όπλα (όπως αυτά που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση στην Ουκρανία). Το σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη απεικονίζει το Χορό του Ζαλόγγου που συνοδεύεται από τη λεζάντα: «Γκραβούρα εποχής: μεγάλη καλλιτεχνική εκδήλωση για την ειρήνη». Ξανά εδώ η συναυλία ειρήνης γίνεται στόχος κριτικής μέσα από το ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής επανάστασης. Στην τρίτη γελοιογραφία, ο Ηλίας Μακρής σχεδιάζει δύο προτομές που αναπαριστούν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ενώ στο φόντο βρίσκονται ελληνικές και ουκρανικές σημαίες. Ο Γέρος του Μωριά ρωτά τον Καραϊσκάκη πώς θα αντιδρούσε σε τελεσίγραφο του Πούτιν και εκείνος απαντά πως δεν θα προσκυνούσε.

Η ιδεολογική και πολιτική χρήση της Επανάστασης του 1821 διαγράφεται πιο ξεκάθαρα σε άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 27 Μαρτίου με τίτλο: «Ελλάδα-Ουκρανία, ο πειρασμός της αναλογίας». Ο αρθρογράφος περιγράφει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που πολέμησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία στο Ναυαρίνο ως «το ΝΑΤΟ του καιρού εκείνου». Η Ουκρανία έχει σχέση «με την Ελλάδα των προπατόρων μας». Οι Έλληνες του 1821 που έστρεψαν προς τη Δυτική Ευρώπη τα μάτια τους είναι οι σημερινοί Ουκρανοί που «θέλουν να γίνουν Ευρώπη». Ο αρθρογράφος συμπεραίνει πως «κανονικά το αίσθημα των Ελλήνων θα έπρεπε να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τον αγώνα των Ουκρανών», αναδεικνύοντας σαφέστατα τον κανονιστικό χαρακτήρα της ιστορικής αναλογίας που επικαλούνται τόσο αυτός όσο και οι σκιτσογράφοι της ίδιας εφημερίδας.

Η ιδεολογική χρήση της ελληνικής ιστορίας δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Η παρούσα ιστορική περίσταση είναι άλλο ένα επεισόδιο στην εργαλειοποίηση της ιστορίας, το οποίο μάς προσφέρει τη δυνατότητα να ξεκλειδώσουμε τη χρήση της στην εκάστοτε συγκυρία της επικαιρότητας. Η ιστορία δεν είναι μόνο ένας τρόπος ερμηνείας της επικαιρότητας, αλλά και μία πηγή κανόνων, ορθής πολιτικής συμπεριφοράς, διαχωρισμού των πολιτών ανάμεσα σε αυτούς που επιλέγουν να τοποθετηθούν με εθνικά ορθή συμπεριφορά ή όχι.