Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως

Μια ιστορία από την Καινή Διαθήκη
Στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. ιθ΄, 23 κ.ε.) υπάρχει η ιστορία του Δημητρίου από την Έφεσο, ο οποίος κατασκεύαζε ομοιώματα του ναού τής Άρτεμης. Ο Δημήτριος, επειδή φοβήθηκε την επιρροή του αποστόλου Παύλου, συγκέντρωσε τους τεχνίτες και τους εξήγησε πως κινδύνευαν οι δουλειές τους καθώς και ο σεβασμός προς τη θεά. Τότε οι τεχνίτες άρχισαν να φωνάζουν Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων και σύμφωνα με το κείμενο ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως, ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνα, συνεκδήμους Παύλου

Ορθογραφική διχογνωμία
Το λήμμα σύγχυσις στο λεξικό Liddell-Scott-Jones παραπέμπει προς το συγκεκριμένο χωρίο (Πρ. ιθ΄29) της Καινής Διαθήκης δίνοντας τη σημασία: confusion. Διαβάζοντας τη λέξη σύγχυσις μέσα σε αυτό το συγκείμενο καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται μάλλον για (1) κατάσταση ψυχικού αναβρασμού ή ανεξέλεγκτου εκνευρισμού παρά για (2) ασάφεια τού νοήματος ή για (3) κατάσταση ασάφειας, μπέρδεμα ή για κάποια (4) ψυχιατρική διαταραχή. Κι όμως, από τους παραπάνω 4 ορισμούς που προέρχονται από το ΛΝΕΓ, οι (2), (3) και (4) αντιστοιχούν στη λέξη «σύγχυση» (20022: 1677), ενώ ο (1), που ταιριάζει, αντιστοιχεί στη λέξη «σύγχιση» (20022: 1676).
Το ΛΝΕΓ (20022: 1677 κ. 20124: 1846) σε ξεχωριστό πίνακα εξηγεί την επιλογή της διπλής ορθογραφίας: 
σύγχυση - σύγχιση, συγχέω - συγχίζω. Πρέπει να γίνεται διάκριση σημασιολογική, μορφολογική και ορθογραφική ανάμεσα στο σύγχυση «μπέρδεμα, ανακάτεμα - "νοητική" διαταραχή» και στο σύγχιση «ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμός, ταραχή». Το σύγχυση είναι παράγωγο τού συγχέω, ενώ το νεότερο σύγχιση παράγεται από ρήμα συγχίζω / -ομαι. Το ίδιο το ρ. συγχίζω / -ομαι είναι νεότερος σχηματισμός που προήλθε με μεταπλασμό από το ρ. συγχέω, από τον αόρ. συνέχυσα. που συνέπιπτε ακουστικά με τον αόρ. των ρημάτων σε -ίζω (πβ. ζωγραφώ - ζωγράφησα - ζωγραφίζω - ζωγράφισα). Η παραγωγή από το ουσιαστικό σύγχυση (υποχωρητικά) δεν είναι πειστική. Η σημασιολογική διαφορά υφίσταται και ανάμεσα στα ρήματα: συγχέω «μπερδεύω, ανακατεύω», ενώ συγχίζω «προκαλώ ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμό, ταραχή» και συγχίζομαι «αναστατώνομαι ψυχικά, εκνευρίζομαι» (πβ. και μτχ. συγχισμένος «αναστατωμένος, εκνευρισμένος»).
Το ΛΝΕΓ θεωρεί δεδομένη την προέλευση της νεοελληνικής λέξης σύγχυση (με τη σημασία (1): κατάσταση ψυχικού αναβρασμού ή ανεξέλεγκτου εκνευρισμού) από το νεοελληνικό ρήμα συγχύζομαι και προτιμά τη γραφή με γιώτα (συγχίζομαι-σύγχιση).

Μία παρέκβαση
Όπως είδαμε, η σημασία (1) υπήρχε στη λέξη σύγχυσις ήδη από την εποχή τής Ελληνιστικής Κοινής. Το ρήμα συγχύζομαι δεν υπήρχε, ενώ το συγχέω μοιάζει να μην έχει αυτή τη σημασία. Λίγο παρακάτω, στις Πράξεις (Πρ. κα΄31) συναντούμε το ρήμα "συγχύννεται", που σημαίνει ό,τι και το σημερινό συγχύζομαι: ζητούντων δὲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ τῆς σπείρης, ὅτι ὅλη συγχύννεται Ἱερουσαλήμ. Πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο χωρίο δεν έχει την ίδια μορφή σε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ.). Όποιος αναζητήσει το χωρίο σε μία Κ.Δ. που κυκλοφορεί στην Ελλάδα σίγουρα θα δει στη θέση τού συγχύννεται τον παρακείμενο του συγχέω: συγκέχυται. Η εκδοχή που περιλαμβάνει το ρήμα συγχύννεται είναι βασισμένη στην έκδοση της Κ.Δ. από τον von Tischendorf (1848: 233), η οποία βασίζεται στο παλίμψηστο του Ευφραίμ του Σύρου (5ος αι. μ.Χ., κεφαλαιογράμματη γραφή).
 Δεν πρόκειται για μοναδική εμφάνιση του ρήματος, καθώς στον Σιναϊτικό Κώδικα (4ος αι., κεφαλαιογράμματος) συναντούμε τον τύπο συνχύννεται, ενώ στον Βατικανό κώδικα (4ος αι.) υπάρχει ο τύπος συγχύννεται. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως στην Ελληνιστική υπάρχει και η σύγχυσις (με τη σημασία (1): κατάσταση ψυχικού αναβρασμού ή ανεξέλεγκτου εκνευρισμού), αλλά και το ρήμα συγχύννομαι, συνώνυμο με το σημερινό συγχύζομαι. Το Liddel-Scott καταγράφει το ρήμα συγχύνω, αλλά του δίνει μόνο τη σημασία "μπερδεύω".

Προβλήματα και ασυνέπειες
Ακόμα και αν είναι σωστή η ετυμολογική πρόταση του ΛΝΕΓ, ωστόσο προκαλεί αμηχανία η ύπαρξη μίας λέξης που, ενώ έχει την ίδια σημασία, στην Ελληνιστική κοινή γράφεται σύγχυσις, ενώ στη Νεοελληνική γράφεται σύγχιση. 
Η αμηχανία επιτείνεται από τη σύγχυση απόψεων που επικρατεί μέσα στο ίδιο το ΛΝΕΓ, καθώς σε πίνακα σχετικά με την ορθογραφία του ρήματος αντικρίζω  (20022: 206 κ. 20124: 252) πληροφορούμαστε: "...τα ρήματα που σχηματίζονται σε -ίζω επικράτησε να γράφονται με -ι-, αφού δεν είναι το παραγωγικό στοιχείο -ζω που προστίθεται, αλλά ολόκληρο το -ίζω (πβ. ψήφος-ψηφίζω, σταθμά-σταθμίζω, όρκος-ορκίζω κ.τ.ό.). Εξαίρεση αποτελούν αυτά που είχαν εξαρχής -υ- (γογγύζω, κελαρύζω, κατακλύζω, σφύζω και αναβλύζω/αναβρύζω) ή που κατέληξαν υστερογενώς σε -ύζω: δάκρυ>δακρύ-ω>δακρύζω, συγχέω>σύγχυσις>συγχύζω". Σύμφωνα με το ΛΝΕΓ λοιπόν, το συγχύζω γράφεται με -υ-, αλλά, αν κάποιος ψάξει αλφαβητικά θα βρεί μόνο συγχέω, συγχίζω, σύγχιση και σύγχυση. Πουθενά στο λημματολόγιο δεν υπάρχει το συγχύζω, αν και ο πίνακας μετά το λήμμα αντικρίζω υποστηρίζει τη γραφή με -υ-.

Η στάση των άλλων λεξικών
Από πέντε λεξικά (που εκδόθηκαν μεταξύ 1835 και 1998) απουσιάζει η διάκριση σύγχυση-σύγχιση. Πιο συγκεκριμένα, στο ΜΛΕΓ υπάρχει το λήμμα συγχίζω (Δημητράκος, 1950: 6775), αλλά αυτή η ορθογραφία χαρακτηρίζεται λάθος: νεώτερη εσφαλμένη γραφή αντί συγχύζω. Το ΛΚΝ (1998: 1272) αγνοεί τα συγχίζω, σύγχιση και ετυμολογικά εξηγεί πώς προέκυψε το -υ- στο συγχύζω: μσν. συγχύζω < σύγχυ(σις) 1 -(ί)ζω (αναδρ. σχημ.). Το λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου (1835: 274) έχει μόνο συγχύζω, σύγχυσις. Το ορθογραφικό λεξικό του Ζηκίδη (1899: 437) αναφέρει μόνο σύγχυσις. Το λεξικό Κριαρά έχει μόνο τους τύπους συγχέω, συγχύζω, σύγχυση (1995: 1287, 1288) όπως και το ορθογραφικό λεξικό τού Βοσταντζόγλου, το οποίο περιλαμβάνει την καθαρεύουσα και τη δημοτική (1967: 352). 

Δύο κείμενα που "επιβεβαιώνουν" το ΛΝΕΓ
Έχοντας ως δείγμα έξι λεξικά από το 1835 μέχρι τα τέλη του 20ου αι. διαπιστώνει κανείς πως οι ορθογραφίες σύγχιση και συγχίζω αγνοήθηκαν από τους λεξικογράφους. Παρόλα αυτά υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα -στην καθαρεύουσα- όπου η σημασιολογική διαφοροποίηση αποτυπώνεται και ορθογραφικά. Στα παρακάτω -τυχαία επιλεγμένα- κείμενα παρατηρεί κανείς πως προτιμάται η γραφή με -ι- για τη σημασία (1) στα κείμενα του Μπάμπη Άννινου (1852-1934) και του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892):
 
Ἀλλ' ἐνῷ ἠγείροντο, ἕν κατάρατον καρφίον σχίζει τὰς κάτω ἐπιπέδους χώρας τοῦ πανταλονίου τοῦ κ. Ζαχαρίου, ὅστις φέρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ αἰδήμονα ἐκεῖνα μέρη, ἀφεὶς οἰμωγὴν ἀπεριγράπτου πόνου, καὶ ἐν τῷ θορύβῳ του καὶ τῇ συγχίσει πατεῖ τὸ κράσπεδον τοῦ μελιτζανιοῦ φορέματος τῆς κυρίας Θεοδώρας, τὸ ὁποῖον ἀποσπᾶται τῆς ζώνης αὐτῆς μετὰ τρυγμοῦ θλιβεροῦ.
Η οικογένεια διασκεδάζει, Μπάμπης Άννινος 


Τὴν σιωπὴν τοῦ ὕπνου συγχίζει τὸ ἀηδόνι,
Κ' ἡ σιγανὴ φωνή μου,
Κ' οἱ ταραγμένοι κλῶνοι.
Ἔλα κοντά, πουλί μου,
Καὶ 'ς τὰ πλευρά μου κοίμου.

Τί πολυτάραχες φωνές! τί θρῆνοι συγχισμένοι!
Πόσοι σωροὶ ἐπανωτοὶ νεκροὶ καὶ πληγωμένοι!
Δήμος κ'  Ελένη, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Ποσοτικά δεδομένα από το διαδίκτυο
Μία αναζήτηση του τύπου σύγχυση στη μηχανή αναζήτησης Google φέρνει 1.200.000 αποτελέσματα έναντι 44.600 αποτελεσμάτων του τύπου σύγχιση. Αυτή η αναζήτηση δε βοηθά, επειδή οι δύο γραφές δεν αλληλοαποκλείονται. Στο ρήμα ωστόσο, ο τύπος συγχύζω υπερισχύει του τύπου συγχίζω (με 11.200 αποτελέσματα έναντι 6.690 αποτελεσμάτων). Το ίδιο ισχύει και με τον τύπο συγχύστηκα που έχει περισσότερα αποτελέσματα (22.100) από τον τύπο συγχίστηκα (14.300). Το ποσοτικό κριτήριο ασφαλώς ρίχνει φως στη χρήση, αλλά δε βοηθά σε τίποτε άλλο: δε γνωρίζουμε αν αυτή η χρήση είναι συνειδητή επιλογή ή αν γίνεται με σαφή σημασιολογική διάκριση των λέξεων σύγχυση και σύγχιση.

Συμπεράσματα
Η λεξικογραφική πρακτική που υποστηρίζει τη γραφή συγχύζω-σύγχυση καθώς και τα ποσοτικά δεδομένα αποδυναμώνουν την ορθογραφική πρόταση του ΛΝΕΓ, το οποίο δεν είναι συνεπές, εφόσον σε άλλο σημείο (20022: 206 κ. 20124: 252) προτείνει κι αυτό την ορθογραφία με -υ- (συγχύζω). Εφόσον στο θέμα τής ετυμολογίας των λέξεων δεν υπάρχει οριστική λύση, εφόσον το ίδιο το ΛΝΕΓ αντιφάσκει, εφόσον η σημασία τής λέξης σύγχιση υπάρχει στην Ελληνιστική Κοινή και αποδίδεται με το ουσιαστικό σύγχυσις και εφόσον η ορθογραφική πρακτική γέρνει υπέρ της γραφής με -υ-, θεωρώ πως η ορθογραφική πρόταση του ΛΝΕΓ δημιουργεί σύγχυση. Ωστόσο, σε ένα λεξικό που αποτυπώνει τη γλωσσική πραγματικότητα θα ήταν χρήσιμο να καταγραφεί η ορθογραφία με -ι- (συγχίζω, σύγχιση) , όμως θα ήταν καλό να μην προτάσσεται στην κεφαλή του λήμματος, αλλά να αναφέρεται ως μία εναλλακτική ορθογραφία .

Παράρτημα λημμάτων

Από το ΛΝΕΓ: 
συγχέω ρ. μετβ. {συνέχυσα, συγχύθηκα. συγκεχυμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ασαφώς, αδυνατώ να συλλάβω τη διάκριση μεταξύ δύο ή
περισσοτέρων συναφών πραγμάτων, προσώπων κ.λπ.: ­~ ημερομηνίες / καταστάσεις || οι μαθητές συγχέουν συχνά τις παραπλήσιες έννoι­ες ΣΥΝ. μπερδεύω 2. (η μτχ. συγκεχυμένος, -η, -ο) βλ.λ. ---> ΣΧΟΛIΟ λ.
σύγχυση, -ίζω, μετοχή.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < συν- (βλ.λ.) + χέω «χύνω, λειώνω» (βλ.λ.)].

συγχίζω ρ. μετβ. (σχολ. ορθ. συγχύζω) {σύγχισ-α. -τηκα, -μένoς} προκαλώ (σε κάποιον) ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμό, ταραχή: με σύγ­χισε μ' αυτά που μου 'πε ΣΥΝ. εξοργίζω, ταράζω· (μεσοπαθ. συγχίζομαι) αναστατώνομαι ψυχικά, εκνευρίζομαι: δεν πρέπει να συγχίζεται, γιατί του ανεβαίνει η πίεση || μη μου μιλάς τώρα, είμαι συγχι­σμένος. -> Σ­XOΛΙO λ. σύγχυση.
[ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. συγχέω, με μεταπλασμό από τον αόρ. συνέχυσα,
που συνέπιπτε με τον αόρ. των ρημάτων σε –ίζω].

σύγχιση (η) {-ης κ. -ίσεως | -ίσεις. –ίσεων} η κατάσταση ψυχικού αναβρασμού ή ανεξέλεγκτου εκνευρισμού, η διατάραξη τής ψυχικής
ηρεμίας (κάποιου): ο γιατρός είπε ν’ αποφεύγω τις ~! ---> ΣΧΟΛΙΟ λ.
σύγχυση.
[ΕΤΥΜ. < συγχίζω].

σύγχυση (η) {-ης κ. -ύσεως | -ύσεις, -ύσεων} 1. (κυρ. στον γραπτό ή
προφορικό λόγο) η ασάφεια τού νοήματος, η έλλειψη επαρκούς ή
ακριβούς διάκρισης: ~ εννοιών / ιδεών || η ~ των λόγων του επιτείνεται από τους συνεχείς υπαινιγμούς και τις αμφισημίες 2. κατάσταση
ασάφειας, μπέρδεμα: οι αντιφατικές ανακοιvώσεις τού υπουργείου
προκάλεσαν ~ στους δημοσιογράφους|| επικρατεί ~ σχετικά με τον
αριθμό των επιβατών τού μοιραίου αεροσκάφους || η απόφαση του
επέφερε ~ για τους σκοπούς και τις προθέσεις του 3. (στην ψυχιατρική) η διαταραχή που συνίσταται στην αδυναμία τού ασθενούς να
προσανατολιστεί σε τόπο, χρόνο ή πρόσωπο· ΦΡ. (α) διανοητική σύγχυση σύνδρομο συνήθ. οξείας και παροδικής διαταραχής των ψυxικών λειτουργιών, κυρ. τού προσανατολισμού και τής μνήμης (β) σύγχυση φρενών έλλειψη πνευματικής διαύγειας, σαφήνειας στη σκέψη
και τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜ. < αρχ. σύγχυσις < συγχέω (βλ.λ.)].

Από το ΛΚΝ:
σύγχυση 1 η [sínxisi] Ο33: α.η κατάσταση που δημιουργείται από την ασάφεια, την αντιφατικότητα ή την έλλειψη τάξης: Yπάρχει μια ~ σχετι κά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας. Ο λαβύρινθος των νόμων και των διατάξεων προκαλεί συχνά ~ στον πολίτη. Mέσα στη ~ που ακολούθησε τα γεγονότα του 1922 στη Σμύρνη, πολλοί έχασαν τις οικογένειές τους. Mην κάνεις ~ της ελευθερίας και της ασυδοσίας, μη συγχέεις. β. (επιστ.) β1. (ψυχιατρ.) διανοητική ~, διαταραχή της συνειδήσεως, έλλειψη πνευματικής διαύγειας. β2. (νομ.) μέτρια / πλήρης ~, εξαιτίας της οποίας επιβάλλεται στο δράστη μικρότερη ποινή ή δεν του καταλογίζεται ευθύνη. (λόγ. έκφρ.) (πλήρης) ~ φρενών*.
[λόγ.: α: αρχ. σύγχυ(σις) -ση (< συγχέω)· β: σημδ. γαλλ. confusion]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

σύγχυση 2 η: ταραχή που προέρχεται από θυμό, εκνευρισμό ή από αγωνία, στενοχώρια: Πήρα μια ~ σήμερα, που τρέμω ακόμη. Mέσα στη σύγχυ σή της δεν ήξερε τι έλεγε.
[λόγ. < σύγχυ(σις) 1 -ση σημδ. ιταλ. turba mento]
συγχύζω [sinxízo] -ομαι Ρ2.1: 1.εκνευρίζω και στενοχωρώ κπ., τον κάνω να χάσει την ψυχική του ηρεμία: Mε συγχύζει κάθε μέρα, γιατί δεν κάθε ται να διαβάσει. Aδιαφόρησε για τη συμπεριφορά του και μη συγχύζεσαι. Έγινε καβγάς στο σπίτι και έφυγα συγχυσμένος. 2. συγχέω. [λόγ.: 2: μσν. συγχύζω < σύγχυ(σις) 1 -(ί)ζω (αναδρ. σχημ.)· 1: σημδ. ιταλ. turbare]
 


Συντομογραφίες
ΛΚΝ: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών)
ΛΝΕΓ: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη)
ΜΛΔ: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης (Δημητράκου)

Βιβλιογραφία
Βοσταντζόγλου Θεολόγος, 1967: Αναλυτικόν Ορθογραφικόν Λεξικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης 

Βυζάντιος, Σκαρλάτος Δ., 1835: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν: Μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, Αθήνα.
Δημητράκος Δημήτριος, 1936-1950: Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης (9 τόμοι) Αθήνα, Δ. Δημητράκος.

Ζηκίδου, Γεωργίου Δ., 1899: Λεξικόν Ορθογραφικόν και Χρηστικόν της Ελληνικής Γλώσσης της τε αρχαίας και της νεωτέρας, Αθήνα, 
ΙΝΣ (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών) / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1998: Λεξικό της Κοινής   Νεοελληνικής   Θεσσαλονίκη,    Αριστοτέλειο     Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Κριαράς Εμμανουήλ, 1995: Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών.
Μπαμπινιώτης Γεώργιος, 20022 κ. 20124: Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας. 
von Tischendorf Constantin, 1848: Novum Testamentum Graece et Latine, Parisiis, Editore Ambrosio Firmin Didot

3 σχόλια: