Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Λαϊκές ετυμολογίες: το τρυπησόνι

Ένα πολύ συνηθισμένο παιχνίδι των παιδιών είναι να κοιτάνε τα σύννεφα και να ανακαλύπτουν σχήματα ζώων ή πραγμάτων.  Καθώς τα σύννεφα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, τα σχήματα δεν μένουν ποτέ ίδια και το παιχνίδι έχει συνέχεια ενδιαφέρον. Αν και αυτό μάς φαίνεται παιδικό παιχνίδι και το απορρίπτουμε ως προϊόν φαντασίας, ωστόσο οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούμε ότι και οι αστερισμοί είναι δημιούργημα της ίδιας φαντασίας. Oι αστερισμοί βασίζονται στην αυθαίρετη υπόθεση ότι τα αστέρια βρίσκονται σε συγκεκριμένη διάταξη στην ουράνια σφαίρα ώστε να δημιουργούν σχηματισμούς. Όμως οι αστερισμοί που βλέπει ο Οδυσσέας αφήνοντας την Καλυψώ και το νησί της, ο Βοώτης, οι Πλειάδες, η Άρκτος (ε 272-4), δεν έχουν τα ίδια ονόματα στην αστρονομία άλλων πολιτισμών, αν και έχουν καθιερωθεί στη σύγχρονη επιστημονική αστρονομία. Διαφορετικοί λαοί φαντάστηκαν διαφορετικά σχήματα στον ουρανό.
Την ίδια φαντασία επιστρατεύει ο άνθρωπος και στη γλώσσα, γιατί πάντα αναζητεί να ερμηνεύσει το άγνωστο έχοντας ως βάση κάτι που του είναι οικείο. Κάθε λέξη η οποία δεν βγάζει νόημα ερμηνεύεται με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνεται κατανοητή. Στο αυτοβιογραφικό Τότε που ζούσαμε ο Ασημάκης Πανσέληνος αφηγείται πώς ο απλός λαός στη γενέτειρά του, τη Μυτιλήνη, είχε συνδέσει το ραντεβού με τον έρωτα και με την ανηθικότητα:
Οι Μυτιληνιοί αν ήταν να πληρώσουν για κάτι, θα προτιμούσαν να δουν καμιά ζωντανή θεατρίνα, από τους θιάσους που ξόριαζαν πού και πού κατακεί. Η διασκέδαση δεν είχε πάρει ακόμα τα νόμιμα δικαιώματά της στη ζωή. Δεν ήταν πάντα τίτλος τιμής. Η λέξη ραντεβού έμοιαζε λίγο με αισχρολογία! Ο Αντώνης ο Πρωτοπάτσης άκουσε κάποτε να την λεν ερωντεβού. Την επαναλάβαινε σε κάθε ευκαιρία και ξεραινόταν στα γέλια.
Στη σεμνότυφη κοινωνία της Μυτιλήνης του α ́ μισού του 20 ου αι. η γαλλικής προέλευσης λέξη ραντεβού είχε συνδεθεί αποκλειστικά με τις ερωτικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα κάποιοι να υποθέσουν ότι παράγεται από τη λέξη έρωτας και να τη μετατρέψουν σε ερωντεβού, ώστε να είναι μορφολογικά εγγύτερα στην υποτιθέμενη ετυμολογία της. Ο μέσος ομιλητής μιας γλώσσας δεν έχει γλωσσολογική κατάρτιση και πολύ περισσότερο δε γνωρίζει την ορθή ετυμολογία των λέξεων· η άγνοιά του προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να επανερμηνευτούν ελεύθερα και να υποστούν αλλαγές στη μορφή και τη σημασία λέξεις άγνωστες προκειμένου να γίνουν σημασιολογικά διαφανείς. H διαδικασία κατά την οποία ο ομιλητής μιας γλώσσας επανερμηνεύει μία απαρχαιωμένη ή ξένη λέξη και την εξομαλύνει αλλάζοντας τη μορφή ή τη σημασία της βάσει μίας γνωστής σε αυτόν λέξης ονομάζεται λαϊκή ετυμολογία.
Ο όρος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο του γερμανικού όρου Volksetymologie, τον οποίο εισηγήθηκε το 1852 ο Ernst Föstermann (1822-1906) με άρθρο αφιερωμένο στη γερμανική λαϊκή ετυμολογία, αντιδιαστέλλοντάς τον με τη «λόγια ετυμολογία», η οποία βασίζεται σε αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Περίπτωση λαϊκής ετυμολογίας που έχει επικρατήσει στην ελληνική είναι π.χ. το αγιόκλημα, του οποίου η παλαιότερη μορφή *αιγόκλημα (λατινικά: caprifolium, γαλλικά: chèvrefeuille) είχε καταστεί σημασιολογικά αδιαφανής, επειδή η λέξη που χρησιμοποιείτο ως πρώτο συνθετικό (αἴξ , αἰγ-ός) είχε πέσει σε αχρηστία (ΛΝΕΓ, β' έκδ., σελ. 53). Με τον ίδιο τρόπο επανερμηνεύτηκε η ιταλική λέξη poltrona, η οποία, όταν εισήχθη στην ελληνική γλώσσα, έγινε πολυθρόνα, επειδή συνδέθηκε παρετυμολογικά με τις λέξεις πολύς και θρόνος (ΛΝΕΓ, β' έκδ., σελ. 1445). Το φαινόμενο δεν είναι περιορισμένο, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές λέξεις που υπέστησαν αλλαγές λόγω κάποιας παρετυμολογικής σύνδεσης, και είτε θεωρούνται εσφαλμένοι τύποι, όπως το επίθετο ανθηρόστομος, το οποίο καταγράφεται ως παρεφθαρμένος τύπος του επιθέτου αθυρόστομος (ΛΝΕΓ, β' έκδ., σελ. 186), είτε εκτόπισαν τους αρχικούς, όπως το αυτόζυμο, που έχει καθιερωθεί να λέγεται εφτάζυμο στα νέα ελληνικά (ΛΝΕΓ, β' έκδ., σελ. 702).
Πολλές λέξεις σχηματίζονται στηριγμένες σε κάποια λαϊκή παρετυμολογία, αλλά συχνά έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, παραμένουν κυρίως στον προφορικό λόγο και κατά κανόνα δεν καταγράφονται στα λεξικά, όπως το ερωντεβού του Πανσέληνου. Μία παρόμοια περίπτωση είναι το τρυπησόνι. Η λέξη υπάρχει στο επίτομο λεξικό της ελληνικής γλώσσας (ΕΛΕΓ) του 1957, αλλά όχι στο ΜΛΕΓ, του οποίου αποτελεί επιτομή. Δεν υπάρχει σε κανένα από τα νεότερα λεξικά, ούτε στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης του Σταματάκου (ΛΝΕΓΣ), ωστόσο το έχει καταγράψει και ο Ν. Π. Ανδριώτης στο ετυμολογικό λεξικό του (σελ. 263, 1951). Αποτελεί  παρετυμολογική απόδοση του γαλλικού tirebouchon, το οποίο έχει αποδοθεί στα ελληνικά και με τη λόγια λέξη εκπώμαστρο.
Η καταγραφή του τρυπησονιού στο λεξικό δείχνει τον αυθόρμητο μηχανισμό της λαϊκής παρετυμολογίας, ενώ παράλληλα αποτελεί και ένα στιγμιότυπο της γλωσσικής αλλαγής. Αρχικά η λέξη tirebouchon, επειδή ήταν σημασιολογικά σκοτεινή, συνδέθηκε με το τρυπώ και έτσι προέκυψε το τρυπησόνι. Παράλληλα με αυτή, χρησιμοποιείτο (από ομιλητές που είτε είχαν γνώση της γαλλικής γλώσσας, είτε γνώριζαν την προέλευση της λέξης) και ο τύπος που είναι πιο κοντά στη γαλλική λέξη, το τιρμπουσόν, ο οποίος τελικά κυριάρχησε. Δεν συνέβη προφανώς το ίδιο και στην περίπτωση της πολυθρόνας. Αν και πρόκειται για πανομοιότυπες περιπτώσεις, η πορεία των λέξεων ήταν διαφορετική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η εξέλιξη ερμηνεύεται από την τάση των ομιλητών μίας ξένης γλώσσας να μεταφέρουν στη μητρική τους γλώσσα τη φωνολογία και τη μορφολογία των λέξεων που δανείζονται. Αυτό εξηγεί και την επικράτηση παρετυμολογιών από δάνεια άλλων γλωσσών, όπως το συντριβάνι (το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το ρήμα συντρίβω, αλλά προέρχεται από την περσική λέξη sadirvan) και η πέστροφα (που συνδέει με το ρήμα επιστρέφω τη βουλγαρική [pustruva] Пъстърва, ίσως επειδή ορισμένα είδη πέστροφας ζουν στη θάλασσα και επιστρέφουν στα ποτάμια για να αναπαραχθούν).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου