Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Μακεδονικός ετυμολογικός αγώνας

ἀμφισβητούντων Ἀθηναίων πρὸς Βοιωτοὺς περὶ τῆς χώρας ἥν καλοῦσι Σίδας. Ἐπαμινώνδας δικαιολογούμενος ἐξαίφνης ἐκ της ἀριστερᾶς μεταλαβὼν κεκρυμμένην ῥόαν καὶ δείξας ἤρετο τί καλοῦσι τοῦτο. τῶν δ’ εἰπόντων «ῥόαν». «ἀλλ’ ἡμεῖς, εἶπε, σίδαν» (ὁ δὲ τόπος τοῦτ ́ ἔχει τὸ φυτὸν ἐν αὑτῷ πλεῖστον, ἀφ’ οὗ τὴν ἐξ ἀρχῆς εἴληφε προσηγορίαν) καὶ ἐνίκησεν.» 
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14.64.18 - 14.64.25

Στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου έχουμε την πρώτη ίσως χρήση της ετυμολογίας στη διπλωματία. Λέγεται πως τον 4ο αι. π.Χ. οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε διένεξη με τους Θηβαίους για μία περιοχή που ονομαζόταν Σίδαι και ήταν διάσημη για τα ρόδια της. Ο Επαμεινώνδας έδειξε στους Αθηναίους ένα ρόδι και τους ρώτησε πώς το λένε. Εκείνοι απάντησαν ότι λέγεται ρόα, μία λέξη από την οποία προέρχεται το σημερινό ρόδι. Τότε ο Επαμεινώνδας τούς επισήμανε ότι η βοιωτική λέξη ήταν σίδη, αποδεικνύοντας έτσι ότι, αφού η διαφιλονικούμενη περιοχή ονομαζόταν Σίδαι και ήταν γεμάτη ροδιές, τότε ανήκε στους Θηβαίους που ονόμαζαν σίδη το ρόδι.
Τον 19ο αιώνα η ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων θα συνέδεε την ετυμολογία με την ιστορική και εδαφική συνέχεια του έθνους. Στο χώρο της Μακεδονίας της οθωμανικής περιόδου, ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας, οι επιδιώξεις του ελληνικού κράτους προσέκρουσαν στις διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Η περιοχή της Μακεδονίας κατοικείτο από σλαβόφωνο πληθυσμό τον οποίο διεκδικούσε η Βουλγαρία και η σύγκρουση δεν θα περιοριζόταν μόνο στο στρατιωτικό και στο διπλωματικό πεδίο, αλλά θα επεκτεινόταν και στον χώρο της επιστήμης. Στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αι. παρατηρούμε τη συγγραφή ετυμολογικών έργων που επιχειρούν να συνδέσουν με το ελληνικό έθνος πληθυσμούς οι οποίοι δεν μιλούσαν ως μητρική την ελληνική γλώσσα.
Το επιχείρημά τους ήταν πως οι σλαβόφωνοι της οθωμανικής Μακεδονίας ήταν ουσιαστικά ομιλητές μιας ελληνικής διαλέκτου που "έπασχε" από "σλαβοφάνεια", δηλαδή φαινόταν να είναι σλαβική διάλεκτος, ενώ δεν ήταν. Η πρώτη γνωστή διατύπωση αυτής της θεωρίας χρεώνεται στο γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Γεώργιο Τσορμπατζόγλου, ο οποίος το 1904 κατά τη διάρκεια ερευνητικής αποστολής στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία συντάσσει εκθέσεις που φανερώνουν την πεποίθησή του ότι η γλώσσα των κατοίκων της περιοχής «δεν είνε βουλγαρική, αλλ’ αρχαιοτάτη Ελληνομακεδονική». Τον επόμενο χρόνο εκδίδεται στο Κάιρο το βιβλίο Η γλώσσα των εν Μακεδονία βουλγαροφώνων από τον Γεώργιο Μπουκουβάλα, πρώην επιθεωρητή ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία, ο οποίος παραθέτει ένα μικρό γλωσσάριο 657 λέξεων του σλαβικού ιδιώματος, τις οποίες θεωρεί ελληνικής προέλευσης. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της διαλέκτου είναι «συνονθύλευμα λέξεων», από τις οποίες ελάχιστες είναι οι βουλγαρικές. Όμως το γνωστότερο έργο που επιχειρεί να συνδέσει τις σλαβικές διαλέκτους της Μακεδονίας με την αρχαία ελληνική είναι το Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαβοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν του Κωνσταντίνου Ι. Τσιούλκα, που εκδόθηκε το 1907 και επανακυκλοφόρησε το 1991, όταν αναζωπυρώθηκε το μακεδονικό ζήτημα.
Ο Κωνσταντίνος Τσιούλκας υπήρξε γυμνασιάρχης σε ελληνικό σχολείο στο Μοναστήρι μέχρι το 1889, όταν παύθηκε από τις οθωμανικές αρχές. Καταγόταν από το σλαβόφωνο χωριό Γκόρεντσι (σήμερα: Κορησσός)· ο ίδιος δηλώνει πως δεν γνωρίζει καμία σλαβική γλώσσα (εξαιρείται η διάλεκτος της Μακεδονίας, την οποία θεωρεί ελληνική) και πως αγνοεί ακόμα και το αλφάβητό τους (1991: ιε ́), γεγονός που μειώνει την επιστημονική του εγκυρότητα: εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς χαρακτηρίζει τη διάλεκτο ως «σλαβοφανή», αφού ο ίδιος δε γνωρίζει καμία σλαβική γλώσσα, και πώς μπορεί, χωρίς να γνωρίζει σλαβικές γλώσσες, να αντικρούσει επιστημονικά την άποψη ότι η διάλεκτος είναι σλαβικής προέλευσης.
Πιστεύει πως η Μακεδονία είναι πεδίο δράσης της βουλγαρικής προπαγάνδας, που διακατεχόμενη από πανσλαβικές βλέψεις, διακηρύσσει ότι οι διάλεκτοι της Μακεδονίας είναι σλαβικές· αυτό το «ψεύδος» επιχειρεί να ανασκευάσει με τη μελέτη του, αφού δηλώσει ότι ακόμα και ανθρωπολογικά, ηθικά, θρησκευτικά και κοινωνικά οι Μακεδόνες είναι διαφορετικοί από τους Βούλγαρους και θα είναι αίσχος να υπαχθούν «εις την μογγολοταταρικήν ομοσιπύαν» (σελ. ιγ ́). Η θέση του για τη γλώσσα συνοψίζεται επιγραμματικά στην φράση ότι «η ψυχή και η σεμίγδαλις της σλαβοφανούς μακεδονικής διαλέκτου είνε ελληνική, τα δε κάρκαρα, τα πίτυρα και ει τι άλλο σμικρότερον είνε τουρκικά, λατινικά –και ταύτα δε πάλιν εξ ημών– και ολίγιστα δε εξ επιδρομής σλαβικά» (σελ. ιε ́). Το δυσνόητο της γλώσσας για το φυσικό ομιλητή της ελληνικής το ξεπερνά αναφερόμενος στην ύπαρξη λεξιλογίου, το οποίο μπορεί να είναι δυσνόητο για τον μέσο έλληνα, αλλά είναι ελληνικό και επιμένει στην ακουστική ομοιότητα της «σλαβοφανούς μακεδονικής» διαλέκτου με την ελληνική. Η σύγκριση επαναλαμβάνεται συνεχώς: «μόνον δε η μακεδονική γλώσσα έχει τας αρετάς της ελληνικής γλώσσης» (1991: κζ ́).
Στις τελευταίες σελίδες του πρώτου μέρους εκθέτει τα συμπεράσματά του με εκτενείς ιστορικές, γλωσσικές και πολιτικές αναφορές και τονίζει ότι μόνο «η δικαιοσύνη της επιστήμης» μπορεί να αναχαιτίσει τα ψεύδη «των δικηγόρων του βουλγαρισμού» (σελ. ρε ́)· επαναλαμβάνει την πίστη του για τη γνησιότητα του μακεδονικού αίματος και για την αυτοχθονία του μακεδονικού λαού (σελ. ρι ́), που κατοικεί τους ίδιους τόπους, που μιλά μια γλώσσα μη σλαβική και που «εις άμυναν λαμπράν και αυτήν την φυσιογνωμίαν και το κρανίον και τα ήθη και τα έθιμα και τας παραδόσεις και την ψυχικήν σύστασιν και την συνείδησιν δύναται να επιδείξη ως εθνικά σθεναρά στοιχεία του παλαιού ακραιφνούς Μακεδόνος και της ελληνικής αυτού φύσεως» (σελ. ρθ ́).
Τονίζοντας ότι «εν τη μακεδονική γλώσση υπάρχουσι και νυν έτι 1260 λέξεις ομηρικαί, ενώ εν τη γλώσση του ελληνικού λαού μόλις 650» (σελ. ρη ́) απευθύνεται στους «αληθείς λογίους των εθνών» πιστεύοντας ότι, αν οι «ευγενείς και δίκαιοι» Ευρωπαίοι γνωρίσουν την ελληνική φύση της γλώσσας των Μακεδόνων, θα απονείμουν «δικαιοσύνην κρίσεως προς τα από της γλώσσης δίκαια των Μακεδόνων» (σελ. ρια ́). Για τον Τσιούλκα η «πανσλαβική προπαγάνδα» των Βουλγάρων συνίσταται σε «ψευδώνυμο φιλάνθρωπο πολιτική» και ψευδοεπιστήμη, που έχει εξαγοραστεί για να επικυρώσει τους πόθους προσεταιρισμού των κατοίκων της Μακεδονίας (σελ. ριζ ́)· τα ψεύδη των προπαγανδιστών «καταισχύνουσιν την αλήθειαν» (σελ. ριδ ́) η οποία είναι με το μέρος των Ελλήνων.
Η σχέση του λεξιλογίου της γλώσσας των Μακεδόνων με των υπόλοιπων Ελλήνων και των ομηρικών επών αναδεικνύεται στο β ́ μέρος του βιβλίου, που είναι εκτενέστερο και περιλαμβάνει πρώτα ένα συγκριτικό λεξιλόγιο της ελληνικής και της «σλαβοφανούς» μακεδονικής (σελ. 1-95), και έπειτα ένα επίσης συγκριτικό κατάλογο λέξεων της «μακεδονικής» της «ομηρικής» και της δημοτικής (σελ. 96-132), καταλόγους παραγώγων και συνθέτων ταξινομημένων ανάλογα με την παραγωγική κατάληξη ή το πρώτο συνθετικό κλπ., καθώς και ένα κατάλογο όπου συγκρίνονται λέξεις της τσακωνικής, της ελληνικής και της μακεδονικής (σελ. 132-332).
Η άγνοια της Βουλγαρικής τον οδηγεί στο να ετυμολογεί από την «ομηρική» Ελληνική λέξεις της διαλέκτου που είναι ολόιδιες στο βουλγαρικό λεξιλόγιο (π.χ. ετυμολογεί τις λέξεις voda (=νερό), nos (= μύτη) και nof (= νέος) από τις αρχαιοελληνικές ὕδωρ, ῥὶς (συγκεκριμένα από τη γενική ῥι-νὸς), νέος). Αποδίδει σε ελληνική προέλευση λέξεις οι οποίες προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή και καταγράφει τις λέξεις της διαλέκτου με το ελληνικό αλφάβητο όχι εφαρμόζοντας φωνητική γραφή, αλλά γράφοντας τη λέξη έτσι ώστε να μοιάζει με την αντίστοιχη ελληνική (π.χ. κλειtsch, ενώ η φωνητική απόδοση είναι [klič] ‘κλειδί’ και ζείμμα, ενώ η φωνητική απόδοση είναι [zima] ‘χειμών’).
Παρόμοιες προσπάθειες ετυμολογικής σύνδεσης της ελληνικής και των σλαβικών διαλέκτων της Μακεδονίας έγιναν από διάφορους συγγραφείς. Το 1923 ο Κλεάνθης Νικολαΐδης κυκλοφορεί στην Αθήνα την Ιστορίαν του Ελληνισμού (με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν) στης οποίας τις σελίδες 581-582 περιλαμβάνει λέξεις δανεισμένες από την ελληνική. Το 1948, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, δημοσιεύτηκε με ενθάρρυνση του τμήματος Πολιτικής Επιστράτευσης της νομαρχίας Πέλλας το βιβλίο του σλαβόφωνου εκπαιδευτικού Γ. Γεωργιάδη Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα και η εθνολογική κατάστασις των ομιλούντων αυτό Μακεδόνων, ο οποίος επίσης υποστήριζε ότι η γλώσσα των Μακεδόνων ήταν εξέλιξη της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου (που ήταν ελληνική). Η παραγωγή έργων τα οποία επικαλούνται την ετυμολογική συγγένεια μεταξύ της ελληνικής και των σλαβόμορφων –όπως τα αποκαλούν– ιδιωμάτων της Μακεδονίας συμπίπτει κυρίως με περιόδους έξαρσης του Μακεδονικού ζητήματος. Η ετυμολογία θεωρείται ως η ισχυρότερη απόδειξη της γλωσσικής συγγένειας και προσδίδει «επιστημονική» αυθεντία στις εθνικές διεκδικήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου