Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Αντισημιτισμός: σημασία και ετυμολογία του όρου στα λεξικά



Εισαγωγή.

Το παρόν κείμενο αποτελεί σχόλιο στο λήμμα «αντισημιτισμός», όπως αυτό ερμηνεύεται στα αντίστοιχα λήμματα ορισμένων νεοελληνικών λεξικών. Η εργασία σκοπεύει να καταγράψει λάθη σχετικά με την ετυμολόγηση, τη χρονολόγηση και την ερμηνεία τού όρου. Διαπιστώνεται λανθασμένη ετυμολόγηση, εσφαλμένη σύνδεση με συνώνυμα και αντώνυμα, καθώς και ερμηνείες που αναπαράγουν ρατσιστικές απόψεις· η επισήμανση των σφαλμάτων αποσκοπεί στη σύνταξη ενός ορισμού που να ανταποκρίνεται στην τρέχουσα σημασία και να πραγματεύεται ορθά την ετυμολογία και τα ζητήματα που απορρέουν από την ορθή ετυμολόγηση.
Ελήφθησαν υπόψη τα αντίστοιχα λήμματα σε ξενόγλωσσα λεξικά, ενώ χρησιμοποιήθηκε το Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ.· η αναζήτηση στην online βάση του Ι.Ε.Λ. απέφερε 53 κείμενα που περιέχουν τη λ. αντισημιτισμός, από τα οποία τα 20[1] παρατίθενται παρακάτω. Το συγκεκριμένο δείγμα κειμένων δε συνελέγη με την αξίωση να καταγραφεί με απόλυτη ακρίβεια όλο το φάσμα των χρήσεων του συγκεκριμένου λήμματος, αλλά με το σκοπό να δώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα και με την επιφύλαξη για μία εμβριθέστερη έρευνα που θα αποκάλυπτε τις πιθανές παραλείψεις.



Η προέλευση του όρου και η χρήση του.

Ο όρος αντισημιτισμός (γερμ. Antisemitismus) είναι ένας διεθνισμός που βρίσκεται σε όλες τις σύγχρονες γλώσσες (αγγλ. antisemitism, γαλλ. antisemitisme, ισπ. κ. ιτ. antisemitismo)· αποδίδεται στον Wilhelm Marr (1819-1904), ο οποίος με το βιβλίο του “Der Sieg des Judenthums über das Germanenthum[2]”, που εκδόθηκε το 1879 και γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, εξέθετε την πολιτική του σκέψη που συνίστατο στην εχθρότητα κατά του εβρ. στοιχείου.
Στο βιβλίο αυτό ο Marr καλούσε τους Γερμανούς να υπερασπιστούν το έθνος τους ενάντια στην εβρ. νίκη, που ήταν κοντά. Με βάση την υποτιθέμενη σύγκρουση του γερμ. και του εβρ. στοιχείου χώριζε την ιστορία σε δύο περιόδους-πολέμους, ο πρώτος από τους οποίους διήρκεσε 1800 χρόνια ξεκινώντας από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, ενώ ο δεύτερος διαρκούσε μόλις τριάντα έτη τον καιρό της έκδοσης του βιβλίου, ξεκινώντας από το 1848 –έτος της χειραφέτησης (Emanzipation) των Εβραίων στη Γερμανία. Σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τον Marr το εβρ. στοιχείο είχε κυριαρχήσει· μέσα στο βιβλίο είναι διάχυτη η εμμονή στον όρο “Verjudung” (εβραιοποίηση) της γερμ. κοινωνίας, των πολιτικών θεσμών, της οικονομίας, του τύπου κτλ. (πβ. Rose, 1990: 289-93).
Παράλληλα με την έκδοση του βιβλίου ο Marr ανέπτυξε πολιτική δράση δημιουργώντας την Αντισημιτική Ένωση και πολύ σύντομα όροι όπως αντισημιτικό κόμμα, αντισημιτικό κίνημα και αντισημίτης καθιερώθηκαν στην πολιτική ζωή· η χρήση του όρου αντισημιτισμός ακολούθησε αμέσως μετά. Σύμφωνα με τον Rose (1990: 288, υποσημείωση 23) ο όρος αντισημιτικός μαρτυρείται για πρώτη φορά σε μία πολεμική του Εβραίου συγγραφέα M. Steinschneider εναντίον τού Renan γραμμένη το 1860, αλλά κατά κοινή παραδοχή καθιερώθηκε με το συγκεκριμένο περιεχόμενο μέσω της πολιτικής δράσης του Marr.
Η επέκταση της χρήσης του όρου για να περιγραφούν αντιεβραϊκές απόψεις, ιδεολογίες και πρακτικές σε εποχές πριν την καθιέρωσή του είναι ένας αναχρονισμός που έχει καθιερωθεί τόσο στη συνείδηση του μέσου ομιλητή όσο και στην ιστορική επιστήμη: μολονότι είναι βασική αρχή τής Ιστορίας να αποφεύγεται ο εκσυγχρονισμός, δηλαδή η υιοθέτηση μεταγενέστερων ιστορικών όρων για την περιγραφή παλαιότερων καταστάσεων (πβ. Βερτσέτης 1998: 83-84), ωστόσο ο Rose (1990: xvii) δέχεται κατ’ εξαίρεση τη χρήση του όρου αντισημιτισμός για την περιγραφή αντιεβραϊκών νοοτροπιών παλαιοτέρων εποχών, επειδή υπάρχουν κάποια σταθερά στοιχεία στις αντιεβραϊκές νοοτροπίες των διαφόρων εποχών που τις συνδέουν σε ένα ιστορικό συνεχές. Παρόμοια τακτική ακολουθεί και το G.B. το οποίο στο λήμμα Antisemitismus αναφέρεται σε αντιεβραϊκές παρεκτροπές από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια[3]· αντίθετα, άλλοι συγγραφείς προτιμούν τη χρήση τού όρου αντιιουδαϊσμός για παλαιότερες εποχές (πβ. τίτλο κεφαλαίου: «Ο αντιιουδαϊσμός[4] στην αρχαιότητα.», Παπαδημητρίου, 2000: 64). Από το Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. ορισμένα παραδείγματα (συγκεκριμένα τα 6 και 14) επιβεβαιώνουν και στην Ελλ. τον αναχρονισμό: ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει προγενέστερα –αλλά παρόμοια- φαινόμενα.



Η ετυμολόγηση του όρου στα λεξικά και άλλα σχετικά ζητήματα.

            Η ιστορία τής λ. Antisemitismus είναι –όπως φάνηκε παραπάνω- σύντομη· η αφετηρία της εντοπίζεται μόλις στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. στη γερμ. γλώσσα μαζί με τις λ. Antisemit (από την οποία παρήχθη) και Antisemitisch. Με αυτά τα δεδομένα είναι ελλιπής η ετυμολογία που προτείνει το Λ.Κ.Ν. υποστηρίζοντας ότι η λ. προέρχεται από τη γαλλ. γλώσσα καθώς και η ετυμολογία του Λ.Ν.Ε.Γ. (19981), που εντοπίζει την προέλευση της λ. στην αγγλ. γλώσσα. Είναι αξιοσημείωτο πάντως πως η δεύτερη έκδοση του Λ.Ν.Ε.Γ. (20022) διορθώνει το προηγούμενο σφάλμα επισημαίνοντας την απώτερη προέλευση από τη γερμ. γλώσσα.
            Σχετικά με τη χρονολόγηση της λ. τα περισσότερα ξένα λεξικά που παραθέσαμε παραπάνω συγκλίνουν στο έτος 1879 με μόνες εξαιρέσεις το P.R. και το Λ.Ν.Ε.Γ., που αναφέρουν τα έτη 1866 και 1841 αντίστοιχα (αν και το P.R. στο λήμμα ANTISEMITE δίνει τη χρονολογία 1889). Δε γνωρίζουμε γιατί το Λ.Ν.Ε.Γ. (19981 και 20022) αναφέρει ως έτος εμφάνισης της λ. στην Ελλ. το 1841· δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο όρος πήρε τη σημερινή σημασία και χρήση μέσω της πολιτικής δραστηριότητας του W. Marr και λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι το Λεξικό Κουμανούδη αναφέρει ως παλαιότερη χρονολογία της εμφάνισης στην Ελλ. των όρων ἈντιΣημῖται, ἈντιΣημιτικός, ἈντιΣημιτισμός, ἈντιΣημιτιστής, τα έτη 1889-1890 μπορούμε να υποθέσουμε με επιφυλάξεις ότι η προτεινόμενη χρονολογία στο Λ.Ν.Ε.Γ. είναι εσφαλμένη.
            Συναφής με την εσφαλμένη ετυμολόγηση (ή με την άγνοια της ετυμολογίας) των λ. αντισημίτης και αντισημιτισμός είναι η ανάλυσή τους στο N.E.Λ. και στο Μ.Ε.Λ. στα συνθετικά τους: [αντι+Σημίτης, αντι+σημιτισμός] που κρίνεται πως είναι παραπλανητική για το χρήστη του λεξικού. Τα συστατικά τής λ. είναι πράγματι αυτά που που περιγράφονται εντός της αγκύλης, αλλά το β΄συνθετικό Σημίτης δεν έχει την κοινή σημασία που συμπεριλαμβάνει όλους τους σημιτικούς λαούς (Εβραίους, Άραβες κλπ.), αλλά μία ειδικότερη σημασία όπως την εννοούσε ο W. Marr και περιορίζεται αποκλειστικά στους Εβραίους (πβ. G.B.). Επιπλέον, η ανάλυση του λήμματος αντισημιτισμός στα αντί + σημιτισμός δεν προσφέρει καμία ετυμολογική πληροφορία επειδή η λ. (Antisemitismus) παράγεται από το Antisemit.
            Άγνοια της ετυμολογίας μαρτυρεί και η αναφορά των σημιτισμός, σημιτιστής, σημιτικός ως αντωνύμων με τα αντισημιτισμός, αντισημίτης[5], αντισημιτικός στο Λ.Σ.· ο αντισημιτισμός ως κίνημα, ως έννοια και ως όρος δε δημιουργήθηκε μετά τον όρο σημιτισμός, όπως συνέβη με τον αντιναζισμό και το ναζισμό, τον αντιφασισμό και το φασισμό, τον αντικομμουνισμό και τον κομμουνισμό κ.ο.κ. Η συγκεκριμένη άγνοια οδηγεί σε ορισμένα σοβαρά λάθη στο συγκεκριμένο λεξικό: το σημιτιστής, αντώνυμο του αντισημίτης, δε λημματογραφείται καν, ο ορισμός του επιθέτου σημιτικός αφενός δεν μπορεί να θεωρηθεί το αντώνυμο του αντισημιτικός και αφετέρου περιλαμβάνει περισσότερους λαούς εκτός από τον εβραϊκό (στον οποίο αναφέρεται αποκλειστικά το λήμμα αντισημιτικός).
Δεδομένου του ότι το Λ.Σ. εκδόθηκε το 1952 καθίσταται σαφές ότι η χρονική απόσταση είναι αρκετή ώστε να μην συμπεριληφθεί στα σύγχρονα λεξικά και να μην απασχολεί τον προβληματισμό στην παρούσα μελέτη. Τα σφάλματά του δεν επαναλαμβάνονται στα σύγχρονα λεξικά, με μόνη εξαίρεση το λήμμα σημιτισμός, που υπάρχει στο Μ.Ε.Λ.[6], στο Λ.Ν.Ε.Γ. και στο Ν.Ε.Λ.[7] Επειδή τα προβλήματα που απορρέουν έχουν περισσότερο σχέση με την ερμηνεία και λιγότερο με την ετυμολόγηση του όρου, το ζήτημα αυτό θα μελετηθεί διεξοδικότερα παρακάτω.


Η σημασία του λήμματος αντισημιτισμός στα ελλ. και ξένα λεξικά.

            Για την εξακρίβωση της χρήσης τού αντισημιτισμός χρησιμοποιήθηκαν – όπως φαίνεται και στο Επίμετρο – λεξικά και το Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. Για τη λ. σημιτισμός χρησιμοποιήθηκε η διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης Google[8]. Επειδή το δυνάμει Η.Σ.Κ. - στο οποίο συμμετέχει όλο το ελληνόφωνο διαδίκτυο- αποτελείται κυρίως από επίκαιρα κείμενα της τελευταίας δεκαετίας, συνέβη πολλά κείμενα που περιείχαν τις λ. σημιτικός, αντισημιτικός, αντισημιτισμός και σημιτισμός να αναφέρονται στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Σημίτη (1996-2004) και στους εκφραστές και πολέμιους της πολιτικής του (βλ. Επίμετρο, κείμενα 8 και 20)· πρόκειται ασφαλώς για μία σημασία που είχε σύντομη διάρκεια ζωής, παράλληλη με την πολιτική δραστηριότητα του τέως πρωθυπουργού και για αυτόν τον λόγο είναι περιττή η λημματογράφησή της ως ξεχωριστής σημασίας στα εν λόγω λήμματα.
            Το κοινό στοιχείο στα ερμηνεύματα όλων των λεξικών είναι ασφαλώς η διαπίστωση ότι ο αντισημιτισμός είναι ιδεολογία ή / και στάση ή / και δραστηριότητα που στρέφεται εναντίον των Εβραίων. Εφόσον ο ρατσισμός χαρακτηρίζει μία ιδεολογία που υποστηρίζει τις διακρίσεις σε βάρος κάποιων ανθρώπων με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία κλπ., γίνεται σαφές ότι ο αντισημιτισμός ως μία ιδεολογία στρεφόμενη εναντίον του εβραϊκού λαού είναι μία ρατσιστική ιδεολογία. Αυτήν τη διάσταση αντανακλούν πολλά από τα κείμενα του Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. (βλ. κείμενα 1, 2, 4, 7, 9, 10, 11, 12, 13, 15). Πιστεύουμε πως ένα λεξικό που επικεντρώνεται στην χρήση της γλώσσας μπορεί να αρκεστεί σε αυτά τα χαρακτηριστικά του αντισημιτισμού προκειμένου να προσφέρει ένα σύντομο (βλ. Landau, 20012: 170) και πλήρη ορισμό.
            Ορισμένα λεξικά από αυτά που συμπεριελήφθησαν στην συγκεκριμένη έρευνα παρατηρείται ότι διαπιστώνουν δύο σημασίες στον αντισημιτισμό ή μόνο μία, αλλά με περισσότερες πληροφορίες στον ορισμό. Η πρώτη σημασία του λήμματος στο Μ.Ε.Λ. και στο Λ.Ν.Ε.Γ. καθώς και η μοναδική σημασία  στα Λ.Χ.Γ., Λ.Σ. και D.R.A.E. πληροφορούν το χρήστη του λεξικού ότι η κίνηση / εχθρότητα / στάσεις / ενέργειες εναντίον των Εβραίων στρέφεται/-ονται εναντίον «της οικονομικής και πολιτικής επιρροής τους», εναντίον «των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρ. κατά της οικονομικοπολιτικής επιρροής τους», εναντίον «της εμπορικής επικρατήσεώς των εις ας χώρας (ιδία προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου) είχον εγκατασταθή κατά μάζας» και μάλιστα αυτή η «κίνησις» αναγκαζόταν «να προσφεύγει εις την λήψιν περιοριστικών ή και διωκτικών μέτρων» προκειμένου να αποτρέψει αυτήν την εμπορική επικράτηση. Ειδικά για το Λ.Ν.Ε.Γ. πρέπει να σημειωθεί ότι με το να αναφέρει ότι ο αντισημιτισμός στρέφεται εναντίον του σιωνισμού αποδεικνύεται ότι συγχέει τον αντισημιτισμό με τον αντισιωνισμό. Από τους προαναφερθέντες ορισμούς πρέπει να εξαιρεθεί το Λ.Σ. και λόγω της χρονικής απόστασης και γιατί υπερβαίνει τα όρια ενός λήμματος χρηστικού λεξικού δίνοντας εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες.
            Το ζητούμενο για ένα σωστό ορισμό είναι να ανταποκρίνεται στη χρήση της λ., να περιγράφει με ακρίβεια τη(-ις) σημασία(-ες) που έχει μία λ. για τους ομιλητές μίας γλώσσας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εν προκειμένω, δεν απαιτείται από τα προαναφερθέντα λεξικά να αποδείξουν την «οικονομική και πολιτική επιρροή των Εβραίων» εναντίον της οποίας στρέφονται οι αντισημίτες· χρειάζεται όμως να αποδειχθεί ότι οι σύγχρονοι ομιλητές της Ελλ. αποδίδουν στον όρο αντισημιτισμός τη σημασία της «κίνησης κατά της κοινωνικοπολιτικής επιρροής των Εβραίων». Αν κρίνουμε από τα κείμενα του Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. δεν προκύπτει κάποιο συμπέρασμα που να επιβεβαιώνει τους ορισμούς, οι οποίοι μοιάζουν να υιοθετούν τις αιτιάσεις των αντισημιτών κατά των Εβραίων· μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν ίσως ορθή αν η γλωσσική πραγματικότητα ήταν διαφορετική, αν η γλωσσική κοινότητα συμμεριζόταν τις παραπάνω απόψεις, αν εντέλει ο ορισμός αφορούσε μία παλαιότερη περίοδο (για την πορεία του αντισημιτισμού στην Ελλάδα βλ. Pierron, 2004). Στην σύγχρονη εποχή ο αντισημιτισμός αντιμετωπίζεται μάλλον ως μία ρατσιστική θεωρία με ψευδείς αιτιάσεις και ενδεχομένως τα προαναφερθέντα ελληνικά λεξικά (καθώς και το ισπ. D.R.A.E.) έχουν αναπαραγάγει ορισμούς παλαιότερων λεξικών χωρίς να έχει ελεγχθεί αν ανταποκρίνονται στην σύγχρονη πραγματικότητα.
            Διαβάζοντας το λήμμα semitisme στο P.R. δίνεται η εντύπωση πως δεν έχει καμία σχέση με τον όρο antisemitisme. Tην σημασία του την επαναλαμβάνει και το Λ.Ν.Ε.Γ.[9], το Μ.Ε.Λ. (βλ. υποσημείωση 7) και το Ν.Ε.Λ. (βλ. υποσημείωση 8)· πρέπει να σημειωθεί πως η σημασία «το σύνολο των χαρακτηριστικών των Σημιτών», που επαναλαμβάνεται στο σύνολο σχεδόν των ελλ. Λεξικών, δεν επιβεβαιώθηκε από την αναζήτηση στο H.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. και στην μηχανή αναζήτησης Google. Πολλά από τα κείμενα που βρέθηκαν αναφέρονταν στον τέως πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Σημίτη και στην πολιτική του, αλλά για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω η καταγραφή αυτής της σημασίας είναι περιττή.
            Το λήμμα σημιτισμός έχει και δεύτερη σημασία: «η επιρροή των Εβραίων στην κοινωνική και πολιτική ζωή» (Ν.Ε.Λ.[10]), «η προώθηση των συμφερόντων των Σημιτών» (Λ.Ν.Ε.Γ.[11]), ενώ στην μοναδική σημασία του M.E.Λ. γίνεται αναφορά «στο σύνολο των [...] επιρροών που αποδίδονται στους Σημίτες[12]». Η αναζήτηση για τη λ. σημιτισμός δεν απέφερε κείμενα που να αποδεικνύουν τη δεύτερη σημασία του Ν.Ε.Λ. και του Λ.Ν.Ε.Γ. ορθή. Ακόμα και τα ελάχιστα κείμενα που εντοπίστηκαν και αναφέρονται στους Εβραίους (πβ. Επίμετρο γ. 5) δεν επιβεβαιώνουν τον ορισμό που δίνεται από τα παραπάνω λεξικά και μάλλον δεν είναι αρκετά ώστε να συνιστούν μία καθιερωμένη χρήση που πρέπει να λημματογραφηθεί. Η μόνη επιπλέον σημασία που θα μπορούσε να ευσταθεί είναι αυτή του Λεξικού Όρων που προσφέρει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας[13]:
Σημιτισμός
Συνήθως με τον όρο αυτό εννοούμε την επίδραση που άσκησε η εβραϊκή γλώσσα στην ελληνική γλώσσα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, επίδραση που διαπιστώνεται κυρίως στην παρουσία μεταφραστικών δανείων σε λ. ή εκφράσεις καθώς και την υιοθέτηση από την ελλ. συντακτικών σχημάτων χαρακτηριστικών της σημιτικής.
Χαρακτηριστικό της δεύτερης σημασίας του λήμματος σημιτισμός, τόσο στο Λ.Ν.Ε.Γ. όσο και στο Ν.Ε.Λ., είναι η σύνδεσή του με το αντισημιτισμός ως αντώνυμο. Η σύνδεση αυτή εστιάζει στην υποτιθέμενη «οικονομικοπολιτική επιρροή» των Εβραίων στην οποία εναντιώνεται ο αντισημιτισμός και την οποία υποστηρίζει ο σημιτισμός. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η λ. αντισημιτισμός δεν παράγεται από τον σημιτισμό όπως ο αντιναζισμός από το ναζισμό, επομένως είναι πιθανό η δεύτερη σημασία του σημιτισμός να έχει σχηματιστεί αναλογικά. Ακόμα και ως αναλογικός σχηματισμός θα μπορούσε να καταχωριστεί στο λεξικό εφόσον ανταποκρίνεται στην γλωσσική πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση η χρήση του σημιτισμός είναι εξαιρετικά περιορισμένη και δεν ανταποκρίνεται στην σημασία που του αποδίδουν τα προαναφερθέντα λεξικά. Όντας μάλλον ένας αναλογικός σχηματισμός, συμπληρωματικός στο δίπολο αντισημιτισμός – σημιτισμός κατά τα πρότυπα του αντικομμουνισμός – κομμουνισμός κτλ., ενισχύει ένα μέρος της σημασίας του αντισημιτισμός που μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στην σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, συγκεκριμένα αυτό που περιγράφει τον αντισημιτισμό ως «κίνηση κατά της οικονομικοπολιτικής επιρροής των Εβραίων».
            Με βάση τα παραπάνω πιστεύουμε πως οι ορισμοί των λημμάτων αντισημιτισμός και σημιτισμός στα σύγχρονα λεξικά της Ελλ. θα έπρεπε να απαλλαγούν από στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και απλώς μεταφέρουν ξεπερασμένες αντισημιτικές απόψεις κατά των Εβραίων οι οποίες έχουν έναν μάλλον μικρό κύκλο υποστηρικτών μεταξύ των ομιλητών της  γλώσσας.


ΕΠΙΜΕΤΡΟ:


α. Το λήμμα αντισημιτισμός σε ελλ. και ξένα λεξικά.

1. αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] O17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: O ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού. [λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός] (Λ.Κ.Ν., 1998:144)
2. αντισημιτισμός, [<αντί + σημιτισμός] (ο) κίνηση που στρέφεται κατά της οικονομικής και πολιτικής επιρροής των Εβραίων.| (γεν.) η εχθρότητα προς τους Εβραίους. Συνών.: αντιεβραϊσμός, αντιουδαϊσμός. (Μ.Ε.Λ., 20023:130)
3. αντισημιτισμός (o) ΠΟΛΙΤ. 1. σύνολο στάσεων και ενεργειών που απορρέουν από τη δογματικά θεμελιωμένη εχθρότητα κατά των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρ. κατά της οικονομικοπολιτικής επιρροής τους (και ειδικότερα του σιωνισμού, βλ. λ.) 2. (γενικότερα) η εχθρική προδιάθεση απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο. – αντισημίτης (ο) [1889], αντισημίτρια (η), αντισημιτικός, ή, ό [1890].       ΣΧΟΛΙΟ λ. φασισμός.
[ΕΤΥΜ. μεταφορά στην Ελλην. ξένου όρου, πβ. αγγλ. antisemitism. Ομοίως και το αντισημίτης (πβ. αγγλ. antisemite) H λ. μαρτυρείται από το 1841]. (Λ.Ν.Ε.Γ., 19981: 216)
4. αντισημιτισμός (o) [1841] ΠΟΛΙΤ. 1. σύνολο στάσεων και ενεργειών που απορρέουν από τη δογματικά θεμελιωμένη εχθρότητα κατά των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρ. κατά της οικονομικοπολιτικής επιρροής τους (και ειδικότερα του σιωνισμού, βλ. λ.) 2. (γενικότερα) η εχθρική προδιάθεση απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο. – αντισημίτης (ο) [1889], αντισημίτρια (η), αντισημιτικός, ή, ό [1890].       ΣΧΟΛΙΟ λ. φασισμός.
[ΕΤΥΜ. μεταφορά του γερμ. Antisemitismus]. (Λ.Ν.Ε.Γ., 20022: 211)
5. αντισημιτισμός (ντισημιτισμός) Ο54 η εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής. –αντισημίτης Ο12, αντισημίτρια Ο5, αντισημιτικός Ε1. (Λ.Σ.Γ., 2004: 101)
6. Αντισημιτισμός. Ο αντισημιτισμός χαρακτηρίζει σύνολο συναισθημάτων και ενεργειών, εχθρικών προς τους Εβραίους. Ο όρος φαίνεται ότι πλάστηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από τον Γερμανό δημοσιογράφο Βίλ(χ)ελμ Μαρ (Wilhelm Marr), που θέλησε να θεμελιώσει την εχθρότητα εναντίον των Εβραίων στη σημιτική καταγωγή τους και να της προσδώσει μία ψευδοεπιστημονική βάση. (Π.Λ.Μ.[14], 1981, τ.10: 21)
7. αντισημιτισμός ο, ουσ. (έρρ.), σύνολο αισθημάτων και εκδηλώσεων που, συνειδητά ή όχι, στρέφονται εναντίον των Εβραίων: έκρηξη ~ού. (Ν.Ε.Λ., 1995: 124) και: αντισημίτης [αντί + Σημίτης]. Τα πλαστογραφημένα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών ήταν ένα από τα όπλα των ~ών.
8. ντισημιτισμός, ο· κοινωνικό και πολιτικό δόγμα που στρέφεται κατά της επιρροής των Εβραίων. (Λ.Χ.Γ., χ.χ.: 165)
9. αντισημίτης (ο), θηλυκ. -ίτις· ο εχθρευόμενος τους Σημίτας (τους Εβραίους) ο διώκτης της φυλής αυτών. Επίθ. αντισημιτικός, -ή, -όν: «αντισημιτικοί σύλλογοι». (Λ.Π., 1933: τ.1, σελ. 290)
10. αντισημιτισμός (ο)· το να είναι τις αντισημίτης, το να εχθρεύεται ή να καταδιώκη τους Εβραίους. (Λ.Π., 1933: τ.1, σελ. 290)
11. αντισημιτισμός (αγγλ. anti-Semitism) ή αντιεβραϊσμός ή αντιιουδαϊσμός Όρος που σηματοδοτεί μία από τις χειρότερες μορφές εθνικής και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, η οποία εκφράζεται με την εχθρική στάση απέναντι στους Εβραίους. Ο αντισημιτισμός χρησιμοποίησε ως αφορμή τη δοξασία των Εβραίων σχετικά με την ανωτερότητα της φυλετικής τους καταγωγής σε σχέση με τους άλλους λαούς. [...] Ο αντισημιτισμός ξεκίνησε από την αντιιουδαϊκή προπαγάνδα του κληρικού Στέκερ (Adolf Stoecker) και τους λιβέλους του Ντίρινγκ (Karl Eugen Dühring) και του Ρόλινγκ (August Rohling) εναντίον των Εβραίων. Αρχικά ονομαζόταν αντιιουδαϊσμός. [...] Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας έτρεφαν άσβεστο μίσος εναντίον των Εβραίων το οποίο υποδαύλιζαν με τα κηρύγματά τους. Επίσης, η ενασχόληση των Εβραίων με την τοκογλυφία και το χρηματιστήριο, κυρίως κατά το Μεσαίωνα, τους έκανε ακόμα πιο μισητούς στους λαούς, επειδή ο à χριστιανισμός απαγόρευε τον έντοκο δανεισμό. Κατά καιρούς υπέστησαν άγριους διωγμούς από τις κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών, κυρίως στην Ευρώπη. Ο βασικός λόγος των διωγμών αυτών ήταν πάντα τα οικονομικά συμφέροντα. (Α.Δ.Λ.Ι., 2003: σελ. 34-35)
12. αντισημίτης, ο (θηλ. –ίτις και –ίτρια)· ο εχθρευόμενος τους Σημίτας (τους Εβραίους), ο πολέμιος των Εβραίων, ο διώκτης της φυλής των, οπαδός του αντισημιτισμού (βλ. λ.) – αντίθετο σημιτιστής[15]. (Λ.Σ., 1952: τ. Α, σελ. 390)
13. αντισημιτικός, -ή, -όν· ο αναφερόμενος εις αντισημίτην ή εις τον αντισημιτισμόν: «αντισημιτική πολιτική», «αντισημιτική διαδήλωσις», - αντίθετο σημιτικός[16]. (Λ.Σ., 1952: τ. Α, σελ. 390)
14. αντισημιτισμός, ο· κίνησις εναντίον των Εβραίων, αποσκοπούσα κυρίως εις την καταπολέμησιν της εμπορικής επικρατήσεώς των εις ας χώρας (ιδία προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου) είχον εγκατασταθή κατά μάζας, και αναγκαζομένη να προσφεύγει εις την λήψιν περιοριστικών ή και διωκτικών μέτρων. –αντίθετο σημιτισμός[17]. (Λ.Σ., 1952: τ. Α, σελ. 390)
15. αντισημιτιστής, ο· ο πολεμών τον σημιτισμόν, ο διώκτης των Εβραίων, ο αντισημίτης. – αντίθετο ο σημιτιστής. (Λ.Σ., 1952: τ. Α, σελ. 390)
16. antisemitisme[18] [ãtisemitism] n.m. – 1866; de antisémite · Racisme dirigé contre les Juifs. (P.R., 1994: 95)
17. ANTISEMITE [ãtisemit] n. et adj. – 1889; de l. anti- et sémite· Raciste animé par l’ antisémitisme. – Adj. Propagande antisémite. Des propos antisémites. “Je meurs antisémite (respectueux des Juifs sionistes)” (Drieu La Roch). (P.R., 1994: 95)
18. antisemita. adj. Enemigo de la raza hebrea, de su cultura o de su influencia Apl. a pers., u.t.c.s. (D.R.A.E., 2003: 168)
19. antisemítico, ca. adj. Perteneciente o relativo al antisemitismo. (D.R.A.E., 2003: 168)
20. antisemitismo. m. Doctrina o tendencia de los antisemitas. (D.R.A.E., 2003: 168)
21. Antisemit, der; -en, -en [geb. um 1879 von dem dt. Publizisten W. Marr]: jmd., der antisemitisch eingestellt ist; Gegner des Judentums. (D.D.W., 2003: 152)
22. Antisemitisch <Adj.>: feindlich gegenüber den Juden [eingestellt], gegen das Judentum gerichtet: -e Äußerungen. (D.D.W., 2003: 152)
23. Antisemitismus, der; -: a) Abneigung od. Feindschaft gegenüber den Juden; b) politische Bewegung mit ausgeprägt antisemitischen Tendenzen. (D.D.W., 2003: 152)
24. An•ti•se•mi•tis•mus (m.;-;unz) Judenfeindschaft u. – Verfolgung aus religiösen, rassischen od. politischen Gründen [zu Antisemit]. (B.W., 1980: τ. 1, σελ. 275)
25. an•ti-Sem•i•tism (an̍ tēsem̍itiz̍әm, an̍ti-), n. discrimination against or prejudice or hostility toward Jews. [1880-1885] – an̍ti-Se•mit̍ic (-sә-mit̍ic), adj. – anti-Se•mit̍i•cal•ly, adv. (W.C.D., 1992: 62)
26. an•ti-Sem•ite \-̍sem-‚t\ n: a person who is hostile to or discriminates against Jews – anti-Se•mit•ic \-sә-̍mit-ik\ adj. - an•ti-Sem•i•tism \-̍sem-ә-‚tiz-әm\ n. (W.N.E.D., 1993: 44)
27. Antijudaismus, traditionelle (religiöse) Form der Judenfeindschaft; Vor- und Neben- Form des Antisemitismus. (G.B., 2003: 53)
28. Antisemitismus der, 1879 von W. Marr geprägter Begriff für Bestrebungen gegen Juden (nicht gegen die Gesamtheit der semit. Völker). Antisemit. Ausschreitungen sind mit der Geschichte der Juden verbunden, seit diese über die Welt verstreut wurden. Bes. stark ist der A. in christl. Kulturen hervorgetreten (überlieferung des N.T.). Als sich die bürgerl. Gleich stellung (Emanzipation) der Juden im 18. und (in Dtl.) 19. Jh durchsetzte, fand der A. bes. in Dtl. und Frankreich neuen Antrieb und wurde zum polit. Schlagwort einzelner Parteien und Politiker (so A. Stoecker, G. v. Schönerer u.a.). Schwere Judenverfolgungen (Pogrome) gab es in Russland. Weit verbreitete Schriften, wie die von E. Renan, J. A. Graf Gobineau und H. S. Chamberlain, sowie Fälschungen, wie die “Protokolle der Weisen von Zion”, suchten dem A. eine scheinwiss Grundlage zu geben. Seinen furchtbaren Höhepunkt erreichte der A. nach 1933 unter Hitler mit der systemat. Ausrottung der Mehrzahl der europ. Juden (etwa 6 Mio. Opfer). Die Antisemiten versuchten, ihre Feindschaft mit tätsachl. oder vorgebl. Unterschieden der Religion, der Rasse, der wirtschaftl. Stellung, der polit. Haltung usw. zu begründen. Nach 1945 ist der A. als kollektives Vorurteil keineswegs überwunden, wie rechtsradikal – antisemit. Ausschreitungen auch in Dtl. zeigen. (G.B., 2003: 53)

 β. Το λήμμα αντισημιτισμός στο Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ.[19]

1.       Ο φασισμός, ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, η ομοφοβία, ο ρατσισμός, ο ~ είναι φαινόμενα που ζουν και βασιλεύουν.
2.       Είναι άλλωστε γνωστό ότι η ξενοφοβία ενάντια στους μετανάστες και ο ~ είναι τόσο περισσότερο διαδεδομένοι όσο πιο χαμηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο.
3.       Ο ~ είναι ακόμα ζωντανός, ότι ο κίνδυνος των γενοκτονιών δεν έχει εκλείψει και ότι οι υποψήφιοι κάπηλοι της λήθης περιμένουν στη γωνία.
4.       Ο ρατσισμός, ειδικά ο ~, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και πολλοί ούτε που συνειδητοποιούν ότι μπορεί με τις πράξεις ή με τα λόγια τους να προσβάλλουν.
5.       Στην περίοδο του Μεσοπολέμου ο ~ κορυφώθηκε στην Πολωνία με την έξαρση του εθνικισμού και την εμφάνιση των νέων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
6.       Ούτε βεβαίως ο ~ ήταν νέος, αλλ' απετέλει βαθύτατα ριζωμένο χαρακτηριστικό της εν γένει ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής παραδόσεως, οδηγήσας στους γνωστούς απηνείς διωγμούς κατά του εβραϊκού στοιχείου σε ολόκληρη τη ρωμαιοκαθολική Ευρώπη.
7.       Στον όρο ρατσισμός περιλαμβάνονται «διάφορες μορφές αδιαλλαξίας και διακρίσεων, όπως η ξενοφοβία, ο ~, η ισλαμοφοβία, καθώς και κάθε άλλη μορφή φυλετικής ή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας».
8.       Ο έξαλλος αντι-ΠΑΣΟΚισμός και «~» του Κωνσταντόπουλου έδιωχνε μεν ψήφους από το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν πήγαιναν στο Συνασπισμό.
9.       Γιατί είμαστε αντιρατσιστές, γιατί καταπολεμούμε την ξενοφοβία και τον αντισημιτισμό, γιατί σε τελευταία ανάλυση ανακηρύσσουμε το 1997 Ευρωπαϊκό Έτος κατά του Ρατσισμού, της Ξενοφοβίας και του ~.
10.   Τα ρατσιστικά κόμματα είναι το σημείο της αποκρυστάλλωσης της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του ~ στην κοινωνία και ο αγώνας κατά του ρατσισμού και του ~ περνά αναγκαία από την απαγόρευσή τους και από την απομόνωση των πολιτικών τους ηγετών.
11.   Μεταξύ άλλων, η Ελλάδα έχει λάβει ενεργό μέρος στην Ευρωπαϊκή Εκστρατεία Νεότητας του ΣτΕ κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του ~ και της μη-ανοχής, συνεισφέροντας ουσιαστικά στο σχετικό προϋπολογισμό.
12.   Λόγια λαμπρά σε μια λιτή εκδήλωση στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, στην εναρκτήρια εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Έτους κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του ~.
13.   Προκήρυξε διαγωνισμό για τη συγγραφή μονόπρακτου και τη σύνθεση τραγουδιού με θεματική που να αναφέρεται στην καταπολέμηση του ρατσισμού, του ~ και της ξενοφοβίας.
14.   Ωστόσο ο Σαίξπηρ δεν πρέπει να είχε γνωρίσει Εβραίους, αλλά να έγραψε τον "Έμπορο της Βενετίας" βασιζόμενος στις φήμες και τις διαδόσεις περί ~: για όλα έφταιγαν, τότε, οι Εβραίοι.
15.   Ο μισός αιώνας που πέρασε από την απελευθέρωση των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Άουσβιτς και Μπιρκενάου μάς υποχρεώνει να εκφράσουμε ειλικρινή αντίθεση σε κάθε μέθοδο παραβίασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε κάθε μορφή ρατσισμού, ~, ξενοφοβίας και αντιπολωνισμού.
16.   Η δήλωση τελειώνει με την πρόσκληση των καθολικών να αντισταθούν "δημόσια και με ισχυρή φωνή εναντίον πάσης μορφής ~".
17.   Ο Πάπας όμως ήδη από το 1968, ως αρχιεπίσκοπος Κρακοβίας, είχε λάβει αρνητική έναντι του ~ θέση.
18.   Υπήρξε κάποια συμβολή της Εκκλησίας και της χριστιανοσύνης στη δημιουργία κλίματος αδιαφορίας, ίσως και εχθρότητας προς τον εβραϊκό λαό, πράγμα που διευκόλυνε την ανάπτυξη του συγχρόνου ~.
19.   Στην έκθεση της Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας αναφέρεται ότι η πολυπληθής μουσουλμανική μειονότητα πέφτει συχνά θύμα διακρίσεων, ενώ σημειώνονται επίσης περιστατικά ~.
20.   Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα ασφαλώς δεν είναι η «υπονόμευση» που δέχεται η κυβέρνηση από ορισμένους που διακατέχονται είτε απλώς από «~» είτε από τη λογική του ρεβανσισμού (τους βοηθάνε, δυστυχώς, και ορισμένοι ανόητοι «σημιτικοί»).


γ. Το λήμμα σημιτισμός στο H.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ. και στην μηχανή αναζήτησης Google[20].
1. […] πολιτικές πεποιθήσεις π.χ. Ανδρεϊσμός, ~, Μιλτιαδισμός κ.λπ. […]
2. H προτροπή του υπουργού Άμυνας δεν είναι καινούρια και αν εξαιρεθούν ορισμένοι αψείς του ρεύματός του, οι άλλοι, οι περισσότεροι, την τήρησαν με θρησκευτική ευλάβεια, ακόμη και σε περιπτώσεις που ήταν προφανής ο κίνδυνος να χαρακτηριστούν ενσωματώσιμοι στο ~.
3. Ο “~" κατάφερε να ολοκληρώσει τον προσανατολισμό της Ελλάδας στην Ευρώπη.
4. Αντί να αποφύγουν στο μέλλον το ~, ακυρώνουν τον Σημίτη.
5. Ο αντισημιτισμός είναι μια μορφή ρατσισμού. Ο ~ το ίδιο.



Βιβλιογραφία
Βερτσέτης, Αθανάσιος Β. 1998: Διδακτική της ιστορίας. Αθήνα: χ.ε.
Κουμανούδης, Στέφανος 1900: Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Αθήνα – και φωτομηχανική ανατύπωση με πρόλογο Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα: Ερμής, 1999.
Landau, Sidney I. 20012: Dictionaries. The Art and Craft of Lexicography. Cambridge: Cambridge University Press.
Παπαδημητρίου, Ζήσης 2000: Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός. Αθήνα:Ελληνικά Γράμματα.
Pierron, Bernard 2004: Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα. Αθήνα: Πόλις
Rose, Paul Lawrence 1990: Revolutionary Antisemitism in Germany from Kant to Wagner. Princeton: Princeton University Press.



[1] Κατόπιν τυχαίας επιλογής.
[2] Το βιβλίο του Marr είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο: <www.gehove.de/antisem/texte/marr_sieg.pdf>, ανακτήθηκε: 6/6/2012.
[3] Ωστόσο το ίδιο λεξικό στο λήμμα Antijudaismus εξηγεί ότι αυτός είναι ο παραδοσιακός όρος του θρησκευτικού μίσους κατά των Εβραίων και πως είναι επίσης προγενέστερος και παράλληλος στη χρήση με τον όρο Antisemitismus.
[4] Υπογράμμιση δική μου.
[5] και αντισημιτιστής
[6] (ο) ουσ. το σύνολο των χαρακτηριστικών και επιρροών που αποδίδονται στους Σημίτες.
[7] σημιτισμός ο, ουσ. 1. το σύνολο των χαρακτηριστικών των Σημιτών, του πολιτισμού και των γλωσσών τους. 2. (καταχρ.) τα χαρακτηριστικά και η επιρροή των Εβραίων στην κοινωνική και πολιτική ζωή (αντ.  αντισημιτισμός).
[8] url=<http://www.google.com.gr>
[9] το σύνολο των χαρακτηριστικών των Σημιτών.
[10] Το Ν.Ε.Λ., ενώ στον ορισμό της λ. αντισημιτισμός αποφεύγει τις αναφορές στην «οικονομική και πολιτική επιρροή» των Εβραίων ωστσο κάνει νύξη σε αυτό στη λ. σημιτισμός συμπληρώνοντας ουσιαστικά.
[11] Καταγράφεται ως ειδικότερη σημασία στα πλαίσια του ορισμού του λήμματος.
[12] Σύμφωνα με το M.Ε.Λ. οι «Σημίτες» είναι λαοί λευκής φυλής της Αραβικής Χερσονήσου των οποίων γενάρχης θεωρείτο ο Σημ, γιος του Νώε.
[13] url=<http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/S/SIMITISMOS.htm>
[14] Δεν αντιγράφεται εδώ ολόκληρο το άρθρο της εγκυκλοπαίδειας – το οποίο εκτείνεται στις σελίδες 21-23 του 10ου τόμου και περιλαμβάνει εκτενή επισκόπηση του αντισημιτισμού διαχρονικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα - αλλά μόνο ο ορισμός και η προέλευση του όρου.
[15] Μολονότι στο λήμμα αντισημίτης αναφέρει ως αντίθετο το σημιτιστής, ωστόσο δεν το λημματογραφεί.
[16] σημιτικός, -ή, -όν· ο ανήκων ή αναφερόμενος εις τους Σημίτας (Άραβας, Εβραίους, Βαβυλωνίους, Ασσυρίους, Φοίνικας κ.ά.) (Λ.Σ., 1952: τ. Γ, σελ. 2516).
[17] σημιτισμός, ο· ο χαρακτήρ των Σημιτών, η νοοτροπία των, ο εθνικισμός των. (Λ.Σ., 1952: τ. Γ, σελ. 2516)
[18] sémitisme [semitism] n.m. - 1857; de  sémite · Ensemble de caractères propres aux Sémites, à leur civilisation, à leurs langues, etc
[19] Tυχαία επιλογή από τα συνολικά 53 παραδείγματα.
[20] Tα κείμενα 1 και 2 είναι τα μοναδικά που βρίσκονται στο Η.Σ.Κ. του Ι.Ε.Λ., τα υπόλοιπα προέρχονται από την μηχανή αναζήτησης Google.

Πίνακας Συντομογραφιών[1]:
A.
Antisemitismus
αγγλ.
αγγλικός
Α.Δ.Λ.Ι.
Αντώνη Διαμαντίδη:  Λεξικό των –ισμών, Aθήνα: Γνώση, 2003.
adj.
adjektiv, adjective
adv.
adverb
βλ.
βλέπε
Β.W.
Gerhard Wahrig, Deutsches Wörterbuch in sechs bänden. Wiesbaden: F.A. Brockhaus, 1980.
γαλλ.
γαλλικός
γερμ.
γερμανικός
D.D.W.
Duden Deutsches Universalwörterbuch, Bibliographisches Institut & F.A. Brockhaus AG, Mannheim, 20035
D.R.A.E.
Diccionario de la lengua española, Real Academia Española, Madrid, 20032
dt.
deutch
Dtl.
Deutschland
εβρ.
εβραϊκός
ελλ., Ελλ.
ελληνικός, Ελληνική (γλώσσα)
europ.
europaische
G.B.
Der Große Brockhaus, F.A. Brockhaus GmbH, Leipzig, Mannheim 2003.
geb.
geboren
Η.Σ.Κ.
Ηλεκτρονικό Σώμα Κειμένων
Ι.Ε.Λ.
Ινστιτούτο Επεξεργασίας Λόγου
ισπ.
ισπανικός
ιτ.
ιταλικός
jmd.
jemand
κτλ.
και τα λοιπά
λ.
λέξη
Λ.Κ.Ν.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) Θες/νίκη 1998.
Λ.Ν.Ε.Γ.
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 19981 και 20022.
Λ.Π.
«Πρωίας» Λεξικό Νέας Ελλ. Γλώσσης, Αθήνα: εκδόσεις Σταμ. Π. Δημητράκου, 1933.
Λ.Σ.
Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Ιω. Σταματάκου, Αθήνα: εκδ. Ο Φοίνιξ, 1952.
Λ.Σ.Γ.
Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο, Γ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 2004.
Λ.Χ.Γ.
Χρ. Γιοβάνη, Νέο Λεξικό, Εκδ. Οργανισμός Χρήστος Γιοβάνης, χ.χ.
m.
maskulinum
Μ.Ε.Λ.
Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα: εκδόσεις Τεγόπουλος – Φυτράκης, 2000.
n.
noun, nome
Ν.Ε.Λ.
Νέο Ελληνικό Λεξικό - Εμμανουήλ Κριαράς, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1995.
N.T.
Neues Testament
od.
oder
πβ.
παράβαλε
Π.Λ.Μ.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Aθήνα: Πάπυρος, 1981.
P.R.
Le nouveau petit Robert, Paris: Dictionnaires Le Robert, 1994.
σελ.
σελίδα
συνών.
συνώνυμο
τ.
τόμος
u.a.
und andere, und anderen
u.s.w.
und so weiter
u.t.c.s.
Usase también como sostantivo
w.
weiblich
W.C.D.
Random House Webster’s College Dictionary, Νew York: Random House, 1992.
W.N.E.D.
Webster’s New Encyclopedic Dictionary, New York: Black dog & Leventhal Publishers Inc. 19943
χ.ε.
χωρίς εκδότη
χ.χ.
χωρίς χρονολογία





[1] Τα λεξικά και η εγκυκλοπαίδεια που αναφέρονται στον πίνακα των συντομογραφιών δεν έχουν συμπεριληφθεί στην βιβλιογραφία. Είναι αρκετή η αναφορά τους εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου