Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Δύο σλαβικά τραγούδια στο έργο του Λουντέμη

Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο οποίος πέρασε μέρος της ζωής του στην Έδεσσα, τοποθετεί στην Μακεδονία την πλοκή του βιβλίου Συννεφιάζει, το οποίο είναι το πρώτο μέρος της τετραλογίας του Μέλιου (ακολουθούν τα Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, Αγέλαστη άνοιξη και Κάτω απ' τα κάστρα της ελπίδας). Η εποχή είναι λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν η Μακεδονία γεμίζει με προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μικρασία και τον Πόντο, ενώ οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της αναγκάζονται σε εκπατρισμό μέσω της ανταλλαγής πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης. Στην περιοχή υπάρχουν σλαβόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί. Κάποιοι ήρωες του βιβλίου του Λουντέμη αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες. Αυτός είναι ένας μάλλον θολός προσδιορισμός, γιατί μέσα από το κείμενο δεν γίνεται απολύτως σαφές αν ο όρος Μακεντόν είναι γεωγραφικός ή εθνικός, ωστόσο οι ομιλητές εμφανίζονται να μιλάνε σπαστά ελληνικά και να χρησιμοποιούν σλαβικές λέξεις.


"-Μπρε! ... μπρε! ... μπρε! ... κάνει και σαστίζει. Μιγκάλος κύριος είσι. Εμένα με λένε Κρίστα... Μακεντόν. Ισύ; Μπρε... μπρε ... πολύ περήφανο είσι." (σελ. 32)
"Ήτανε ντυμένος με τη μόδα του τόπου. Πρασινόχρωμο παντελόνι κυλότα! Τσουράπια μακριά ως τα γόνατα ψιλοκεντημένα με κλάρες κι αστρούλια. Τα παπούτσια του ήταν κι αν ήταν παράξενα! Κανωμένα με πετσί βοδινό με το μαλλί τους καλοσφιγμένα στην πατούσα και γύρω γύρω δεμένα με σχοινί ως το καλάμι, σαν αρματωμένα καϊκάκια με τη μύτη τους μπροστά. Στη μέση του αντίς για λουρί είχε μία κεντημένη μαντίλα κι από μία κουμπότρυπα ξεκινούσε μια γυαλιστερή αλυσίδα που κατέβαινε με σκέρτσο και χωνότανε στην τσέπη του όπου δάγκωνε ένα μυτερό σουγιαδάκι. Δεν ήσουνα ανύπαντρο παλικάρι, δεν ήσουνα αληθινός Μακεδόνας χωρίς αυτά. Έπρεπε ακόμα να 'σαι ροδοκόκκινος και να 'χεις χτενισμένο το ξανθό μαλλί σου έτσι που να πέφτει απάνου στο δεξί σου φρύδι." (σελ. 33)

"-Αμπρέ, μου λέει... Αμπρέ ζεβζέκ, βρισιά είναι το ζεβζέκ;
-Τι... δεν είναι βρισιά; 
-Όκι!
-Και το ματζίρ;
-Και το ματζίρ όκι! Είναι σε πρόσφυγκος εσύ; Ε; 
-Ναι.
-Ε! Και εγκώ είναι με Μακεντόν. Κακό είναι; 
-Όχι (ώστε "ματζίρ" θα πει πρόσφυγκο;)
-Γιατογιά! Το λέπεις; Έλα τώρα. Τόκα! Ζεβζέκ! 
-Τόκα! Έκανε κι ο άσχημος ζυμωτής. 
Σφίξαμε τα χέρια." (σελ. 65-66)

Στο ακόλουθο απόσπασμα αναφέρεται στη σλαβική ονομασία της Έδεσσας, η οποία άλλαξε με τις μαζικές μετονομασίες που έγιναν στις αρχές του εικοστού αιώνα:

"Βοδενά θα πει "Νερόπολη". Τώρα το λένε "Έδεσσα". Δεν της πάει καθόλου. Οι ντόπιοι, σαν το πρωτάκουσαν, έβαλαν τα γέλια. Μα σε λίγο άρχισαν να το λένε κι οι ίδιοι, και μάλιστα πολύ δυνατά... γιατί τους είπαν κάτι στ' αυτί που τους έκαψε. "Μπορεί να λέτε ό,τι θέλετε εσείς", τους είπαν, πολιτεία του νερού και τα τέτοια, μα ακούστε κι εμάς κι αν σας συμφέρει ξαναγελάστε. Βοδενά θα πει πολιτεία των βοδιών, κακομοίρηδες... Όλη η Ελλάδα θα γελάει μαζί σας!" "Μπρε! είπαν αυτοί. Καήκαμε!" Πέστο λοιπόν Έδεσσα να 'σαι μέσα." (σελ. 37)

Στήνοντας το σκηνικό του στην Μακεδονία των πρώτων χρόνων μετά τους Βαλκανικούς και την προσφυγιά των Μικρασιατών, παραθέτει και δύο σλαβικά παραδοσιακά τραγούδια: 


"...την άφηνα να το λέει όσο πιο δυνατά μπορούσε: 
Μάικω μι κουπίλε 
σάρενι τσουράπκι 
(Η μανούλα μ' αγόρασε κεντητές καλτσούλες." (σελ. 50)

Το τραγούδι είναι γνωστό ως σλαβομακεδονικό με τον τίτλο Мајка ми купила шарени чорапи. Η λέξη σάρενι / шарени, που ο Λουντέμης μεταφράζει "κεντητές" αποδίδεται κατ' άλλους ως: "χρωματιστές".



Το δεύτερο τραγούδι έχει τίτλο Стани Станке (Στάνι Στάνκε, "σήκω Στάνκα). Οι στίχοι που καταγράφει ο Λουντέμης δεν ταυτίζονται απόλυτα με τους στίχους που είναι διαθέσιμοι στο διαδίκτυο, όμως πρόκειται για το ίδιο τραγούδι, που συνοδεύεται από τον χορό στάνκινο όρο, γνωστό ακόμη και σήμερα στη βόρεια Ελλάδα. 

"Στάνι στάνι, στάνι Στάνκε, γιοτβορί βαρκνίτσκα
Μαρή στάνι, στάνι, στάνι Στάνκε, σόλντσε ντα ιζβόρε.
(Σήκω σήκω, σήκω Στάνκα, κι άνοιξε την πόρτα
Μωρή σήκω, σήκω, σήκω Στάνκα για να μπει ο ήλιος.)" (σελ. 74)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου