Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Έξι πόδια εγγλέζικης γης ή η λήθη των εθνών και των αιμάτων

O βασιλιάς Χάραλντ Γ' της Νορβηγίας.
Βιτρό στο Lerwick των νήσων Σέτλαντ.
Στο Otras inquisiciones του Μπόρχες, που μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα με τον τίτλο Διερευνήσεις, υπάρχει το δοκίμιο El pudor de la historia (έχει μεταφραστεί ως: Η αιδημοσύνη (και σε νεότερες εκδόσεις: η σεμνότητα) της ιστορίας), στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται σε μία νορβηγική εισβολή στην Αγγλία: 
Το γεγονός συνέβη στην Ισλανδία, τον 13ο μ.Χ. αιώνα, ας πούμε, το 1225. Χάριν διδαχής των μελλουσών γενεών, ο ιστορικός και πολυγράφος Snorri Sturlason έγραψε, στο κτήμα του στο Μπόργκαρφιορντ, την τελευταία εκστρατεία του ξακουστού βασιλιά Harold Sigurdarson, του επονομαζόμενου "ο ανηλεής" (Hardrada), που είχε πολεμήσει παλιά στο Βυζάντιο, στην Ιταλία και την Αφρική. Ο Tostig, αδελφός του σάξονα βασιλιά της Αγγλίας Harold, Υιού του Godwin, εποφθαλμιούσε την εξουσία και είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του Harold Sigurdarson. Αποβιβάστηκαν λοιπόν μ' έναν νορβηγικό στρατό στην ανατολική ακτή και πήραν το κάστρο τού Γιόρβικ (Υόρκη). Στα νότια όμως του Γιόρβικ τούς απάντεχε ο σαξονικός στρατός. Αφού είχε περιγράψει όλα αυτά, ο Snorri συνέχιζε: "Είκοσι καβαλάρηδες πλησίασαν τις γραμμές του εισβολέα. Άνθρωποι κι άλογα ήταν σιδερόφρακτοι. Ένας καβαλάρης φώναξε: 
-Είναι εδώ ο κόντες Tostig;
-Εδώ είμαι, δεν το αρνούμαι, είπε ο κόντες. 
-Αν στ' αλήθεια είσαι ο Tostig, είπε ο καβαλάρης, έρχομαι να σου πω ότι ο αδελφός σου σου προσφέρει τη συγχώρεσή του και το ένα τρίτο απ' το βασίλειο
-Αν δεχτώ, είπε ο Tostig, τι θα δώσει στον βασιλιά Harold Sigurdarson;
-Δεν τον ξέχασε ο αφέντης μου, αποκρίθηκε ο καβαλάρης. Θα το δώσει έξι πόδια γης εγγλέζικης, κι αφού είναι και θεόψηλος, ένα παραπάνω. 
-Ε, τότε, είπε ο Tostig, πες στον βασιλιά σου πως θα χτυπηθούμε ως το θάνατο
Οι καβαλάρηδες έφυγαν. Σκεφτικός, ο Harold Sigurdarson ρώτησε:
-Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης, που μίλησε τόσο όμορφα
-Ήταν ο Harold, ο γιος τού Godwin. 
Σε άλλα κεφάλαια πιο κάτω, είναι γραμμένο πως, πριν πέσει ακόμα ο ήλιος εκείνης της μέρας, ο νορβηγικός στρατός είχε ηττηθεί. Ο Harold Sigurdarson χάθηκε στη μάχη, το ίδιο και ο κόντες (Heimskringla, X, 92) 
Υπάρχει μια γεύση, που η εποχή μας (αηδιασμένη, ίσως, από τις κακόγουστες απομιμήσεις των επαγγελματιών πατριωτών) αισθάνεται συνήθως με κάποια καχυποψία: η αυθεντική γεύση τού ηρωικού. Με διαβεβαιώνουν πως η γεύση αυτή είναι διάχυτη στο Ποίημα του Cid. Εγώ την ένιωσα, ανόθευτη, σε στίχους τής Αινειάδας ("Γιε μου, να μάθεις από μένα την ανδρεία, την πραγματική δύναμη τού χαρακτήρα. Άλλοι ας σου μάθουνε την προκοπή."), στην αγγλοσαξονική μπαλάντα τού Maldon ("Ο λαός μου θα πληρώσει το χαράτσι σε λόγχες και σε γέρικα σπαθιά"), στο Άσμα τού Ρολάνδου, στον Victor Hugo, στον Whitman, και στον Faulkner ("η λεβάντα, η πιο δυνατή απ' τη μυρουδιά των αλόγων και του θάρρους"), στον Επιτάφιο για μια στρατιά λεγεωναρίων του Housman, και στα "έξι πόδια γης εγγλέζικης" του Heimskringla. Εκτός από την προφανή αφέλεια του ιστορικού, διαβλέπει κανείς ένα ψυχολογικό παιχνίδι. Ο Harold προσποιείται πως δεν αναγνώρισε τον αδερφό του, για να δώσει στον άλλον να καταλάβει πως μήτε κι αυτός πρέπει να τον αναγνωρίσει. Ο Tostig δεν τον προδίδει, όπως δεν θα προδώσει και τον σύμμαχό του. Ο Harold, πρόθυμος να συγχωρέσει τον αδερφό του, όχι όμως και ν' ανεχτεί την ανάμιξη τού βασιλιά τής Νορβηγίας, λειτουργεί μ' έναν τρόπο εντελώς κατανοητό. Δε θα πω τίποτα για τη λεκτική δεξιότητα της απόκρισής του: ένα τρίτο απ' το βασίλειο, έξι πόδια γης. 
σελ. 161-162, Διερευνήσεις, Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
Η μάχη που αναφέρει ο Μπόρχες και την οποία απαθανατίζει ο Ισλανδός ιστορικός, έχει μείνει γνωστή ως μάχη της γέφυρας του Στάμφορντ (αγγλικά: Battle of Stamford Bridge) και έγινε σαν σήμερα, πριν από εννιακόσια πενήντα χρόνια. O O νικητής αυτής της μάχης, ο Harold, ήταν ο τελευταίος Αγγλοσάξονας βασιλιάς της Αγγλίας, αφού θα πέθαινε λίγες μέρες αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου, πολεμώντας τους εισβολείς Νορμανδούς στη μάχη του Χέιστινγκς. Οι δύο μάχες αποτελούν ορόσημα: η πρώτη συμβολίζει το τέλος της εποχής των Βίκινγκ και η δεύτερη την αρχή της νορμανδικής κατάκτησης της Αγγλίας. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Γουλιέλμος Β', δούκας της Νορμανδίας και θριαμβευτής τής μάχης του Χέιστινγκς, στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας. Από τότε το νησί της Μεγάλης Βρετανίας δεν κατακτήθηκε ποτέ ξανά.
Στη Νορβηγία τραγουδιέται ένα παραδοσιακό τραγούδι που αφηγείται τη μάχη της γέφυρας του Στάμφορντ. O βασιλιάς τής Νορβηγίας, διψώντας για εξουσία, δεν πιστεύει στους άσχημους οιωνούς ενός κακού ονείρου. Την άνοιξη του 1066 ετοιμάζει εκατόν ενενήντα πέντε πλοία και οι γιοι του Τόρφιν, κόμη των Ορκάδων νήσων, προσφέρουν άλλα εκατό. Το τραγούδι παραλείπει να αναφέρει άλλες προετοιμασίες και συμμαχίες που εξασφάλισε ο Νορβηγός βασιλιάς. Ένα μέρος του εκστρατευτικού σώματος βρίσκεται στο Γιόρβικ χωρίς πανοπλίες και συναντά τον πάνοπλο στρατό του Αγγλοσάξωνα βασιλιά. Συμφωνούν τότε να αφήσουν έναν πολεμιστή να σταματήσει τους Αγγλοσάξωνες στη γέφυρα, ενώ κάποιοι άλλοι θα έτρεχαν στα πλοία να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους ώστε να αρματωθούν και να πέσουν στη μάχη. Στη γέφυρα στέκεται μόνος ο Θεοδούλφος (Þjóðólfr Arnórsson), σκάλδος του βασιλιά, ο οποίος συγκρατεί τους επιτιθέμενους, αλλά τον χτυπούν κάτω από τη γέφυρα. Στη μάχη που ακολουθεί ο βασιλιάς σκοτώνεται νωρίς από ένα βέλος. Οι Νορβηγοί μάχονται γενναία, αλλά στο τέλος αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
Υπάρχει η άποψη πως η ιστορία της ηρωικής άμυνας ενός πολεμιστή πάνω στη γέφυρα αποτελεί μία επινόηση, απόπειρα μίμησης της ιστορίας τού Πόπλιου Οράτιου, που συγκράτησε τους Ετρούσκους το 508 π.Χ. πάνω στη γέφυρα του Τίβερη που επονομαζόταν Sublicius, δίνοντας έτσι στους Ρωμαίους την ευκαιρία να την καταστρέψουν και να αποφύγουν την εισβολή στην πόλη. 
Αποτελεί ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των βάρδων και των σκάλδων της εποχής να εξυμνούν τους ήρωές τους ακόμα και στις ήττες κι ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτοί ακριβώς οι ύμνοι που συνδέονται με ήττες να είναι πιο διάσημοι από τα τραγούδια που υμνούν τις νίκες. Αναπόφευκτα θυμάται κανείς την έννοια του τραγικού, την τροπή της τύχης από την ευημερία στην πτώση, η οποία συγκινεί και προκαλεί φόβο, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας. Παρόμοιες αναμνήσεις από ήττες διασώζονται στις λαϊκές παραδόσεις της Ευρώπης, όπως με το Άσμα του Ρολάνδου που ύμνησαν Γάλλοι τροβαδούροι ή με τα διάφορα δημώδη τραγούδια για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου. 
Ο Μπόρχες στο δοκίμιό του συνεχίζει:
Υπάρχει κάτι, ακόμα πιο θαυμαστό κι από τη θαυμαστή απάντηση του σάξονα βασιλιά: είναι η περίσταση ότι έλαχε σ' έναν Ισλανδό να την απαθανατίσει, σ' έναν άνθρωπο ομοαίματο των ηττημένων. Είναι σαν να 'χε εξιστορήσει την παλικαριά του Ρηγούλου ένας Καρχηδόνιος. Δικαίως έγραψε ο Σάξων Γραμματικός στο έργο του Gesta Danorum: "Οι άνθρωποι της Θούλης (Ισλανδίας) αρέσκονται να μαθαίνουν και να καταγράφουν την ιστορία όλων των λαών, και τιμούν τα ένδοξα κατορθώματα των ξένων, όσο και τα δικά τους".
Ιστορική δεν είναι η μέρα που είπε ο Σάξονας τα λόγια του, αλλά εκείνη που ένας εχθρός τ' απαθανάτισε. Μια ημερομηνία προφητική για κάτι που είναι ακόμα μελλοντικό: τη λήθη των εθνών και των αιμάτων, την αλληλεγγύη τού ανθρώπινου είδους. Η γενναιοδωρία τού βασιλιά πηγάζει απ' την ιδέα τής πατρίδας. Καταγράφοντάς την, ο Snorri επισκιάζει την ιδέα αυτή, την υπερβαίνει. 
ό.π., σελ. 162


Για περισσότερες ιστορικές πληροφορίες, υπάρχει η ανάρτηση Η σάγκα του Χάραλντ Σίγκουρντσσον στο ιστολόγιο του Ρογήρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου