Κυριακή 15 Απριλίου 2018

ωσεί χόρτος, όψεις της ματαιότητας

Σύμφωνα με την αφήγηση που μας έχει παραδοθεί, ο βασιλιάς Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος ζήτησε να έρθουν στην Αλεξάνδρεια Εβραίοι μελετητές και ερμηνευτές για να μεταφραστούν τα ιερά βιβλία που επρόκειτο να αποτελέσουν αργότερα την Παλαιά Διαθήκη. Οι Εβδομήκοντα -για την ακρίβεια εβδομήντα δύο, καθώς ήταν έξι από κάθε φυλή του Ισραήλ- εργάστηκαν χωριστά, αλλά όλες οι μεταφράσεις που προέκυψαν ήταν πανομοιότυπες.
Μέσα σε αυτή τη θεόπνευστη μετάφραση μία εβραϊκή λέξη, χατσίρ, μεταφράστηκε ως χόρτος. Στον Ψαλμό ρβ' (στίχος 15) αναφέρεται πως ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι, ωσεί χόρτος γράφει η μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδοντας το εβραϊκό keḥāṣîr (כֶּחָצִ֥יר). Είναι ισχυρή μεταφορά που γίνεται οδυνηρή στη συνέχεια: ο άνθρωπος ανθίζει σαν το λουλούδι του αγρού, μα περνά πάνω του ο άνεμος και δεν υπάρχει πια, κι ούτε που φαίνεται ο τόπος όπου βρισκόταν (ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει, ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού). Την ξαναβρίσκουμε στον Ησαΐα (μ' 6-7): πάσα σαρξ χόρτος και πάσα δόξα ανθρώπου ως ανθός χόρτου, εξηράνθη ο χόρτος και το άνθος εξέπεσε. Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Ησαΐα επαναλαμβάνεται  στην Α' Επιστολή του Πέτρου (α' 24) και στον δεύτερο λόγο Εις Ευτρόπιον του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο οποίος συμπληρώνει με παρόμοιες μεταφορές: άνεμος πνεύσας αθρόον τα μεν φύλλα κατέβαλε, γυμνόν δε ημίν το δένδρον έδειξε. Και: 
Νυξ ην πάντα εκείνα και όναρ, και, ήμέρας γενομένης, ηφανίσθη, άνθη ην εαρινά, και, παρελθόντος του έαρος, άπαντα κατεμαράνθη, σκιά ην, και παρέδραμε, καπνός ην, και διελύθη, πομφόλυγες ήσαν, και διερράγησαν, αράχνη ην, και διεσπάσθη. 
Μπαίνοντας στην ελληνική γραμματεία ο χόρτος ως σύμβολο του εφήμερου ανθρώπου συναντά τη μεταφορά των φύλλων στον Όμηρο (οίη περ φύλλων γενεή, Ζ' 146-9) και στον Μίμνερμο (ημείς δ', οία τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ώρη έαρος, D2, 2W). Το όναρ που αναφέρει ο Χρυσόστομος θυμίζει τον Πίνδαρο (σκιάς όναρ άνθρωπος, Πυθιόνικος VIII 95-97). Αιώνες μετά ο Σεφέρης θυμάται τη βιβλική μεταφορά του χορταριού στον Τελευταίο Σταθμό
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος 
[...]
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, 
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν· 
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι·
Λίγο παρακάτω, στον στίχο 63, ο ποιητής μάς θυμίζει το βιβλίο της ματαιότητας, τον Εκκλησιαστή: Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν. Τα απαρέμφατα είναι δικές του επιλογές, το βιβλικό κείμενο δεν τα αναφέρει, όμως η δομή παραπέμπει σε αυτό, καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν, καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης
Η μεταφορά του χορταριού βρίσκεται και στον Παλαμά. Εκεί, ωστόσο, η βιβλική επιρροή είναι απίθανη, γιατί ο ποιητής μεταφέρει γνωστό στίχο της δημοτικής ποίησης. Στο διήγημα Θάνατος Παλληκαριού διαβάζουμε:  — Αχ! και πάλι αχ! Κλάψε, μάννα, κλάψε! Τα νιάτα χώμα γίνονται κ' η λεβεντιά χορτάρι, και το σαΐνικο κορμί χώμα και το πατούνε! Όπου πάς και σταθής, μάννα, να το λες.
Η απαισιοδοξία που μεταδίδεται για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι κοινή σε όλα τα κείμενα, όμως υπάρχει και μία θεμελιώδης διαφορά: το αδιέξοδο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη. Εκεί η ματαιότητα και η μικρότητα της ανθρώπινης κατάστασης σώζεται από τον Θεό, ο ψαλμός ρβ' συνεχίζει αναφέροντας το έλεος του Κυρίου [...] επί τους φοβουμένους αυτόν και ο Ησαΐας διαβεβαιώνει: εξηράνθη ο χόρτος [...] το δε ρήμα του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου