Η σχολική χρονιά έχει ξεκινήσει από τον προηγούμενο μήνα και τα φροντιστήρια, αναζητώντας νέους μαθητές και μαθήτριες, φρόντισαν για άλλη μια χρονιά να προωθήσουν διαφημιστικά το έργο τους. Μέρος αυτής της διαφημιστικής εκστρατείας για την προσέλκυση νέων εγγραφών αποτελούν οι επιτυχόντες στις πανελλαδικές του περασμένου Ιουνίου και φυσικά τα -απαραίτητα πλέον- φροντιστηριακά βοηθήματα. Η πλειονότητα των φροντιστηρίων προσφέρει βιβλία που παράγονται από το επιστημονικό προσωπικό τους.
Αν μελετήσουμε τα διαφημιστικά φυλλάδια, διαπιστώνουμε ότι τα φροντιστηριακά βοηθήματα αποτελούν βασικό στοιχείο των παροχών. Η παρουσίασή τους είναι η ελκυστικότερη δυνατή και τα διαφημιστικά κλισέ υπόσχονται πολλά: προωθούνται ως «προϊόντα πολύχρονης φροντιστηριακής πείρας», διαφημίζονται ως «προσαρμοσμένα στις ανάγκες του μαθητή / στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος» ή «εκσυγχρονισμένα, σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του υπουργείου / με το νέο πρόγραμμα σπουδών» ή «γραμμένα από έμπειρους καθηγητές». Μας πληροφορούν ότι «ανανεώνονται / εμπλουτίζονται κάθε χρόνο / διαρκώς» και ότι «αποσκοπούν στην καλύτερη κατανόηση / αφομοίωση της ύλης». Διαθέτουν «πλήρη ανάλυση της θεωρίας, μεθοδολογία, ασκήσεις διαβαθμισμένης δυσκολίας» και «είναι γραμμένα στο πνεύμα των εξετάσεων». Αν συνυπολογιστεί ότι παρόμοιο υλικό προσφέρουν και τα ιδιωτικά σχολεία στους μαθητές τους, τότε δεν είναι υπερβολή το να υποθέσουμε ότι σχεδόν όλοι οι εκπαιδευτικοί των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών σχολείων έχουν γίνει συγγραφείς τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της καριέρας τους (πόσοι συνάδελφοι δεν έχουν ερωτηθεί αν έχουν «δικές τους σημειώσεις»;)
Το ερώτημα που αξίζει να μας απασχολήσει σε αυτό το σημείο είναι η ποιότητα όλης αυτής της παραγωγής εκπαιδευτικών εγχειριδίων. Όπως ειναι γνωστό, η συντριπτική πλειονότητα αυτών κυκλοφορεί εκτός εμπορίου, δεν έχει αριθμό ISBN και δεν είναι καταγεγραμμένη ούτε προσιτή στην έρευνα. Είναι σαφές ότι, ακόμα και αν πρόκειται για άριστα εκπαιδευτικά βοηθήματα, δεν υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσουμε, όπως δεν μπορεί να ελεγχθεί o βαθμός αντιγραφής από βοηθήματα του εμπορίου, αν αυτό συμβαίνει. Συνήθως πρόκειται για συνήθη αρχεία επεξεργασίας κειμένου που έχουν εκτυπωθεί σε φωτοτυπεία και έχουν βιβλιοδετηθεί με θερμοκόλληση, σπιράλ ή χαρτόδετη βιβλιοδεσία.
Τα βοηθήματα του εμπορίου αντιθέτως υποβάλλονται διαρκώς στην αξιολόγηση της αγοράς. Είναι εκ των πραγμάτων απαραίτητο να προσφέρουν πρωτότυπο υλικό, να περάσουν από το στάδιο της φιλολογικής επιμέλειας και των διορθώσεων, της γραφιστικής επιμέλειας και σελιδοποίησης, κι έπειτα να καταλήξουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων όπου θα ανταγωνιστούν τα βιβλία των άλλων εκδόσεων. Οι εκπαιδευτικοί τα δοκιμάζουν στην πράξη και, αν δεν τα βρίσκουν ικανοποιητικά, τα απορρίπτουν. Αν έχουμε ένα τεκμήριο ποιότητας, αυτό είναι η προτίμηση των εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών, μαθητριών.
Αν λάβουμε επιπλέον υπόψη το γεγονός ότι μαζί με τα βοηθήματα των εκδοτικών οίκων κρίνονται και σχολιάζονται -έστω ανεπίσημα- από την εκπαιδευτική κοινότητα ακόμη και τα σχολικά βιβλία του Υπουργείου Παιδείας, τότε διαπιστώνουμε πως τα εκτός εμπορίου εκπαιδευτικά εγχειρίδια αποτελούν μια ξεχωριστή περίπτωση. Πρόκειται για μία μοναδικότητα που περιβάλλεται από αντιφάσεις: προβάλλονται ως μέρος των εκπαιδευτικών παροχών ενός φροντιστηρίου, αλλά η μόνη αξιολόγησή τους είναι η αναπόφευκτα θετική παρουσίασή τους από τα ίδια τα φροντιστήρια. Δεν τα επιλέγει κανείς, αλλά επιβάλλονται στους μαθητές του εκάστοτε φροντιστηρίου ή ιδιωτικού σχολείου. Πώς λοιπόν μπορούν οι μαθητές και οι μαθήτριες -και κατ' επέκταση οι γονείς και οι κηδεμόνες- να εμπιστευτούν το εκπαιδευτικό υλικό που προσφέρεται;
Η απάντηση είναι ότι δεν μπορούν. Για τη διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν τα φροντιστήρια υπάρχουν δύο πιστοποιητικά, το ISO 9001 και το ΕΛΟΤ 1433. Ελάχιστα φροντιστήρια ζητούν να λάβουν πιστοποίηση, αλλά ακόμη και τότε η πιστοποίηση δεν εξετάζει την επιστημονική αρτιότητα και εγκυρότητα των εκπαιδευτικών εγχειριδίων που προσφέρονται. Το ISO 9001 είναι ένα σύστημα διαχείρισης της ποιότητας που πιστοποιεί τον τρόπο με τον οποίο μια επιχείρηση (στην περίπτωσή μας το φροντιστήριο) οργανώνει, τεκμηριώνει και βελτιώνει τις διαδικασίες που σχετίζονται με την παροχή των υπηρεσιών του. Τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια των φροντιστηρίων παραμένουν χωρίς αξιολόγηση.