Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Η εργαλειοποίηση της Επανάστασης του 1821


Όπως συμβαίνει με ένα μεγάλο φάσμα της επικαιρότητας, έτσι και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έγινε γρήγορα υπόθεση της ελληνικής πολιτικής ζωής. Η ύπαρξη δύο εγχώριων στρατοπέδων επιβεβαιώθηκε από πολύ νωρίς: η μία από τις δύο πλευρές κατηγορεί την άλλη πως υποβαθμίζει το γεγονός της ρωσικής εισβολής, δεν καταδικάζει ξεκάθαρα τη Ρωσία και κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε επιτιθέμενους και αμυνόμενους. Στο στόχαστρο της κριτικής βρέθηκαν δύο συναυλίες: η μία έγινε στις 14 Μαρτίου στο Σύνταγμα και η άλλη στις 29 Μαρτίου στα Προπύλαια.

Η σύμπτωση του εορτασμού της 25 Μαρτίου έδωσε την αφορμή για την χρήση της Επανάστασης του 1821 ως επιχειρήματος για την επιλογή “ορθής” πολιτικής τοποθέτησης. Αναζητήθηκαν οι αναλογίες ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες του 1821 και τους Ουκρανούς του 2022, όπως και αναλογίες ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τη σύγχρονή μας Ρωσία. Το μήνυμα αυτής της πλευράς είναι σαφές: ως Έλληνες οφείλουμε να ταυτιστούμε με τους Ουκρανούς και να θεωρήσουμε τη σημερινή Ρωσία ως το αντίστοιχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η αναλογία δεν είναι απλώς ένα ερμηνευτικό σχήμα, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά χρησιμοποιείται κανονιστικά, με τρόπο που ταυτίζει την πολιτική τοποθέτηση ως επιβεβλημένη ελέω ιστορίας. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε άλλη άποψη περιγράφεται ως μη ελληνική, εφόσον (υποτίθεται ότι) δεν αποδοκιμάζει ευθέως τη Ρωσία – σημερινό αντίστοιχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που δυνάστευε το ελληνικό έθνος. Η αναλογία δεν έχει μόνο κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά επιπλεόν συνδέει τη μία -την “ορθή”- άποψη πάνω στο θέμα με το πατριωτικό αίσθημα -ή την έλλειψη αυτού.


Στο παρόν κείμενο θα εξεταστούν τρεις γελοιογραφίες και ένα άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή που δημοσιεύθηκαν την 24η και την 27η Μαρτίου. Στις 24 Μαρτίου δημοσιεύτηκαν τρία σκίτσα των Δημήτρη Χαντζόπουλου, Ηλία Μακρή και Ανδρέα Πετρουλάκη. Παρωδώντας τον γνωστό πίνακα του Θεοδώρου Βρυζάκη «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη Σημαία της Επανάστασης», ο Δημήτρης Χαντζόπουλος απεικονίζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και αγωνιστές της Επανάστασης που κρατούν μουσικά όργανα. Στη λεζάντα διαβάζουμε: «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί όργανα και παρτιτούρες των αγωνιστών λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία ειρήνης της 29ης Μαρτίου του 1821». Η επιλογή της ημερομηνίας (29η Μαρτίου) αναφέρεται ευθέως στη συναυλία στα Προπύλαια. Οι πόλεμοι δεν διεξάγονται με μουσικά όργανα, αλλά με όπλα (όπως αυτά που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση στην Ουκρανία). Το σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη απεικονίζει το Χορό του Ζαλόγγου που συνοδεύεται από τη λεζάντα: «Γκραβούρα εποχής: μεγάλη καλλιτεχνική εκδήλωση για την ειρήνη». Ξανά εδώ η συναυλία ειρήνης γίνεται στόχος κριτικής μέσα από το ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής επανάστασης. Στην τρίτη γελοιογραφία, ο Ηλίας Μακρής σχεδιάζει δύο προτομές που αναπαριστούν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ενώ στο φόντο βρίσκονται ελληνικές και ουκρανικές σημαίες. Ο Γέρος του Μωριά ρωτά τον Καραϊσκάκη πώς θα αντιδρούσε σε τελεσίγραφο του Πούτιν και εκείνος απαντά πως δεν θα προσκυνούσε.

Η ιδεολογική και πολιτική χρήση της Επανάστασης του 1821 διαγράφεται πιο ξεκάθαρα σε άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 27 Μαρτίου με τίτλο: «Ελλάδα-Ουκρανία, ο πειρασμός της αναλογίας». Ο αρθρογράφος περιγράφει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που πολέμησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία στο Ναυαρίνο ως «το ΝΑΤΟ του καιρού εκείνου». Η Ουκρανία έχει σχέση «με την Ελλάδα των προπατόρων μας». Οι Έλληνες του 1821 που έστρεψαν προς τη Δυτική Ευρώπη τα μάτια τους είναι οι σημερινοί Ουκρανοί που «θέλουν να γίνουν Ευρώπη». Ο αρθρογράφος συμπεραίνει πως «κανονικά το αίσθημα των Ελλήνων θα έπρεπε να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τον αγώνα των Ουκρανών», αναδεικνύοντας σαφέστατα τον κανονιστικό χαρακτήρα της ιστορικής αναλογίας που επικαλούνται τόσο αυτός όσο και οι σκιτσογράφοι της ίδιας εφημερίδας.

Η ιδεολογική χρήση της ελληνικής ιστορίας δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Η παρούσα ιστορική περίσταση είναι άλλο ένα επεισόδιο στην εργαλειοποίηση της ιστορίας, το οποίο μάς προσφέρει τη δυνατότητα να ξεκλειδώσουμε τη χρήση της στην εκάστοτε συγκυρία της επικαιρότητας. Η ιστορία δεν είναι μόνο ένας τρόπος ερμηνείας της επικαιρότητας, αλλά και μία πηγή κανόνων, ορθής πολιτικής συμπεριφοράς, διαχωρισμού των πολιτών ανάμεσα σε αυτούς που επιλέγουν να τοποθετηθούν με εθνικά ορθή συμπεριφορά ή όχι. 


 

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο δεκάλογος του τέλειου διηγηματογράφου

Οράσιο Κιρόγα

Ο δεκάλογος του τέλειου διηγηματογράφου

1. Πίστευε σε ένα δάσκαλο -Πόε, Μοπασάν, Κίπλινγκ, Τσέχοφ- όπως στον Θεό τον ίδιο.

2. Πίστευε ότι η τέχνη σου είναι μια απρόσιτη κορυφή. Μην ονειρεύεσαι να την κατακτήσεις. Όταν μπορέσεις να το κάνεις, θα το πετύχεις δίχως κι εσύ ο ίδιος να το ξέρεις.

3. Αντιστάσου όσο μπορείς στη μίμηση, αλλά μιμήσου, εάν η επιρροή είναι πολύ ισχυρή. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η εξέλιξη της προσωπικότητας απαιτεί μεγάλη υπομονή.

4. Έχε τυφλή πίστη όχι στην ικανότητά σου για θρίαμβο, αλλά στο πάθος με το οποίο τον επιθυμείς. Αγάπα την τέχνη σου όπως το ταίρι σου, δίνοντάς της όλη σου την καρδιά.

5. Μην αρχίζεις να γράφεις χωρίς να ξέρεις από την πρώτη λέξη πού πηγαίνεις. Σε ένα καλοφτιαγμένο διήγημα οι πρώτες τρεις αράδες είναι σχεδόν το ίδιο σημαντικές με τις τρεις τελευταίες.

6. Άν θέλεις να εκφράσεις με ακρίβεια αυτήν την περίσταση: «Από το ποτάμι φυσούσε ο παγωμένος άνεμος», δεν υπάρχουν στην ανθρώπινη γλώσσα περισσότερες λέξεις από αυτές που είναι προορισμένες να την εκφράσουν. Μόλις γίνεις κυρίαρχος των λέξεών σου, μη σε απασχολεί να ελέγχεις αν είναι ομοιοκατάληκτες μεταξύ τους ή παρόμοιες*.

7. Μη χρησιμοποιείς επίθετα όταν δεν είναι αναγκαία. Άχρηστες θα είναι όσες χρωματιστές ουρές κολλήσεις σε ένα αδύναμο ουσιαστικό. Αν βρεις το κατάλληλο, αυτό από μόνο του θα έχει ένα χρώμα ασύγκριτο. Όμως πρέπει να το βρεις. 

8. Πάρε τους ήρωές σου από το χέρι και οδήγησέ τους σταθερά μέχρι το τέλος, δίχως να βλέπεις τίποτε άλλο εκτός από το δρόμο που τους σχεδίασες. Μην αποσπάσαι βλέποντας αυτό που δεν μπορούν ή δεν τους ενδιαφέρει να δουν. Μην κακομεταχειρίζεσαι τον αναγνώστη. Ένα διήγημα είναι ένα μυθιστόρημα απαλλαγμένο από άχρηστες λέξεις. Κράτα το αυτό σαν μια απόλυτη αλήθεια, ακόμα και αν δεν είναι. 

9. Μη γράφεις επηρεασμένος από το συναίσθημα. Άσε το να σβήσει και ανακάλεσέ το αργότερα. Αν επομένως είσαι ικανός να το ξαναζωντανέψεις ακριβώς όπως ήταν, έχεις προχωρήσει στην τέχνη μέχρι το μέσο της διαδρομής. 

10. Μη σκέφτεσαι τους φίλους σου όταν γράφεις, ούτε την εντύπωση που θα προξενήσει η ιστορία σου. Αφήγήσου σαν να μην είχε η αφήγησή σου ενδιαφέρον παρά μόνο για τον μικρό περίγυρο των ηρώων σου, στον οποίο θα μπορούσες να ανήκεις. Με κανέναν άλλο τρόπο δεν αποκτά ζωή το διήγημα. 


*Σ.τ.Μ.: Η έκτη εντολή δημιουργεί εύλογο προβληματισμό στον ελληνόφωνο αναγνώστη. Η φράση μέσα στα εισαγωγικά περιλαμβάνει δύο λέξεις που ομοιοκαταληκτούν στα ισπανικά: río (= ποταμός) και frío (= κρύος). Συστήνει στους διηγηματογράφους να μην επιλέγουν λεξιλόγιο με κριτήριο την αποφυγή ομοιοκατάληκτων λέξεων, αλλά να διαλέγουν αυτό που ταιριάζει στην περίσταση. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί στο πρωτότυπο είναι consonantes o asonantes και αναφέρονται σε δύο είδη ομοιοκαταληξίας, σε αυτή την οποία γνωρίζουμε στην ελληνική ποίηση (ισπ.: consonancia) και στην ομοιοκαταληξία όπου συμπίπτουν μόνο τα φωνήεντα της κατάληξης (ισπ.: asonancia). Για τη μεταφορά της λέξης από τα ισπανικά στα ελληνικά προτίμησα ένα μη τεχνικό όρο: παρόμοιες.

Ένα διάσημο παράδειγμα όπου η ομοιοκαταληξία παρέμεινε στη θέση της είναι το Εκατό Χρόνια Μοναξιά, το οποίο ξεκινά με τη διάσημη πια παράγραφο στην οποία παρατηρείται ομοιοκαταληξία του επωνύμου του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία με τον παρατατικό había:  
"Muchos años después, frente al pelotón de fusilamiento, el coronel Aureliano Buendía había de recordar aquella tarde remota en que su padre lo llevó a conocer el hielo." 
Ο ίδιος ο Μάρκες θα έγραφε σχετικά με αυτό στην αυτοβιογραφία του: Έχω μεγάλη ευαισθησία στην αδυναμία μιας πρότασης στην οποία δύο γειτονικές λέξεις ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, ακόμα και όταν ομοιοκαταληκτούν μόνο ως προς τα φωνήεντα, και προτιμώ να μην τη δημοσιεύσω για όσο δεν βρίσκω λύση. Γι' αυτό βρέθηκα πολλές φορές στο σημείο να ξεφορτωθώ το όνομα Μπουενδία λόγω της αναπόφευκτης ομοιοκαταληξίας του με τους παρατατικούς. Παρ' όλα αυτά το όνομα κατέληξε να επιβληθεί, επειδή είχα φτιάξει για αυτό μια πειστική ταυτότητα. 
σελ. 385, Vivir para contarla. International Windmills Edition, California, USA

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Η ετυμολογία ενός ευφημισμού

Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ), στο ενδόλημμα κουτάκι του λήμματος κουτί, βρίσκουμε την ακόλουθη σημασία:
3. (οικ.) το γυναικείο αιδοίο. 
(Η συντομογραφία (οικ.) δηλώνει το οικείο επίπεδο ύφους.)


Η σημασία αυτή απουσιάζει από όλα σχεδόν τα λεξικά. Δεν υπάρχει στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ), στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό (ΜΕΛ), στο Νέο Ελληνικό Λεξικό (ΝΕΛ) της Εκδοτικής Αθηνών, στο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (ΧΛΝΓ), αν και πρόκειται για γνωστή σημασία με καθιερωμένη χρήση, όπως διαπιστώνουμε παρακολουθώντας το ακόλουθο βίντεο.
 


Στο διαδικτυακό λεξικό της αργκό slang.gr υποστηρίζεται πως η μεταφορική, ευφημιστική χρήση του κουτιού (όχι του υποκοριστικού κουτάκι) για το αιδοίο προέρχεται από την αγγλική γλώσσα (προφανώς ως μεταφραστικό δάνειο), στην οποία επίσης η χρήση είναι αργκοτική. Πιστεύω ωστόσο πως η συγκεκριμένη ετυμολογική πρόταση δεν ευσταθεί, και αυτή η παρετυμολογία αποτελεί την κατάλληλη ευκαιρία για να ερευνήσουμε έναν τρόπο ερμηνείας ομοιοτήτων που δεν οφείλονται σε γλωσσική επαφή.
Πολλές φορές η γνώση της αγγλικής μάς παραπλανά και μας οδηγεί εύκολα και ανεξέταστα στο συμπέρασμα ότι κάποιες κοινές εκφράσεις ή μεταφορές μπορεί να προέρχονται από την επιρροή της αγγλικής, δεδομένου του ηγεμονικού ρόλου της. Στην προκειμένη περίπτωση πιθανότατα έχουμε μία μεταφορά που παράγεται αξιοποιώντας τις εννοιολογικές δομές της ανθρώπινης σκέψης με αποτέλεσμα να εμφανίζεται παράλληλα σε διαφορετικές γλώσσες (π.χ. doos, που σημαίνει επίσης «κουτί» στα Ολλανδικά, Scheide [=θήκη] στα Γερμανικά· ο ανατομικός όρος vagina προέρχεται από την αντίστοιχη λατινική, η οποία έχει τη σημασία «θήκη σπαθιού», ενώ και η λέξη κολεός της αρχαίας Ελληνικής σήμαινε θηκάρι σπαθιού και σήμερα είναι ανατομικός όρος για τον κόλπο (από τον οποίο παράγονται και σύνθετα, όπως ο κολεόσπασμος). Παρατηρούμε τη γλωσσική πραγμάτωση ενός αντιληπτικού σχήματος το οποίο συνδέει την έννοια του ατόμου με την έννοια του δοχείου, όπως υποστηρίζεται στο αγγλικό λεξικό της αργκό The Oxford Handbook of Taboo Words and Language του Keith Allan (σελ. 57, Oxford University Press, 2019). Ο συμβολισμός του αιδοίου με κάποια μορφή δοχείου παρατηρείται και από τον Φρόιντ, ο οποίος στο βιβλίο του Η ερμηνεία των ονείρων παρατηρεί: «Κουτιά κάθε σχήματος και χρήσης, κιβώτια, ερμάρια, θερμάστρες αντιστοιχούν στο γυναικείο σώμα, όπως επίσης σπηλιές, πλοία και όλα τα είδη δοχείων» (σελ. 315, μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις  Επίκουρος, 1993)· ο Φρόιντ συνεχίζει αναφέροντας ένα παράδειγμα συμβολισμού του γυναικείου σώματος με κάστρο αναφερόμενος στο τραγούδι για τον «Κόμητα Έμπερσταϊν» του Ούλαντ: απόψε ένα κάστρο βρίσκεται σε κίνδυνο (Heut' Nacht wird ein Schlößlein gefährdet sein).
Ευρεία χρήση της συγκεκριμένης μεταφοράς μπορούμε να διαπιστώσουμε και στην τέχνη. Στην αγγλική γραμματεία η μεταφορική χρήση του κουτιού ως γυναικείου γεννητικού οργάνου μαρτυρείται για πρώτη φορά σε ανώνυμο ποίημα των τελών του 15ου αι. με τίτλο Hey noyney: Ser John to me is proferyng / for hys plesure ryght well to pay / and in my box he puttes hys offryng / I have no powre to say hym nay (σελ. 143, Anthology of Ancient Medival Woman's Song, Anne L. Klinck, εκδ. Palgrave Macmillan US, 2004). Επίσης απαντάται και στον Σέξπιρ (Τέλος Καλό, Όλα Καλά, πράξη 2η, σκηνή 3η):  He wears his honour in a box, unseen, / That hugs his kicky-wicky here at home. Στον κινηματογράφο, σε σύγχρονες ταινίες, διαπιστώνουμε τη χρήση του αργκοτικού όρου σε λογοπαίγνιο σχετικό με το κουτί της Πανδώρας στην ταινία Notting Hill (I knew a girl in school named Pandora. Never got to see her box though) και στο Ted (That's cause everyone's mouth is usually full of your wife's box). Τέλος, στο τραγούδι Rider του Will Oldham ακούμε τους στίχους: lady's got a box pressed into my face / and a belt of beads draped around her waist.

 
 

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Δεκάλογος συν μία εντολή, για αρχάριους λογοτέχνες

Δεκάλογος συν μία εντολή, για αρχάριους λογοτέχνες
Χουάν Κάρλος Ονέτι

  1. Να μην αναζητούν να είναι πρωτότυποι. Το να είναι κανείς διαφορετικός είναι αναπόφευκτο όταν δεν τον απασχολεί αυτό. 
  2. Να μην αποσκοπούν στο να θαμπώσουν τους μεγαλοαστούς. Δεν φέρνει αποτέλεσμα πια. Αυτοί μόνο τρομοκρατούνται όταν απειλείται η τσέπη τους. 
  3. Να μην προσπαθούν να τα κάνουν περίπλοκα για τον αναγνώστη, ούτε να αναζητούν ούτε να απαιτούν τη βοήθειά του. 
  4. Να μη γράφουν ποτέ έχοντας στο μυαλό τους την κριτική, τους φίλους ή τους συγγενείς, τη γλυκιά νύφη ή σύζυγο. Ούτε καν τον υποθετικό αναγνώστη.  
  5. Να μη θυσιάζουν τη λογοτεχνική ειλικρίνεια για τίποτα. Ούτε για την πολιτική ούτε για τον θρίαμβο. Να γράφουν πάντα για εκείνον τον άλλο, τον σιωπηλό και ασυμβίβαστο, που κουβαλάμε μέσα μας και τον οποίο δεν είναι δυνατό να εξαπατήσουμε. 
  6. Να μην ακολουθούν μόδες, να απαρνούνται τον ιερό δάσκαλο πριν λαλήσει τρεις φορές ο πετεινός. 
  7. Να μην περιορίζονται στην ανάγνωση των ήδη καταξιωμένων βιβλίων. Ο Προυστ και ο Τζόις ήταν περιφρονημένοι όταν εμφανίστηκαν, σήμερα είναι ιδιοφυΐες.
  8. Να μη λησμονούν την εύλογα διάσημη φράση*: «δύο και δύο κάνουν τέσσερα· όμως: τι θα γινόταν αν έκαναν πέντε;» 
  9. Να μην περιφρονούν διαβάσματα με παράδοξο αφηγηματικό ύφος, οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευσή τους. Να κλέβουν, αν είναι απαραίτητο. 
  10. Να ψεύδονται πάντοτε.
  11. Να μην λησμονούν ότι ο Χεμινγουέι έγραψε**: «Και ακόμα διάβασα και ήδη έτοιμα τμήματα του μυθιστορήματός μου, κάτι το είναι το πιο χαμηλό σημείο στο οποίο μπορεί να πέσει ένας συγγραφέας.»
  12.  
* Αναφέρεται στο απόσπασμα από το Υπόγειο του Ντοστογέφσκι: «Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι ένα θαυμάσιο πράγμα· ε λοιπόν, και το δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο.» (μετάφρ. Γιώργης Σημηριώτης, εκδ. Γράμματα (1990))
**Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται ο Ονέτι βρίσκεται στο βιβλίο A moveable feast και είναι το ακόλουθο: "I even read aloud the part of the novel I had rewritten, which is as low as a writer can get".
Ευχαριστώ τη μεταφράστρια Μαρία Παλαιολόγου για τις πολύτιμες συμβουλές της.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Έχει μείνει η σκόνη

Το ποίημα Queda el polvo του José Agustín Goytisolo (1928-1999) αναφέρεται στο γεγονός που καθόρισε τη ζωή του: όταν ήταν δέκα ετών, στη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου, η μητέρα του χάθηκε σε βομβαρδισμό από τις φρανκικές δυνάμεις. Κυρίως στα βιβλία του El retorno (1955) και Final de un adiós (1984) αντιμετωπίζει τα συναισθήματά του σχετικά με την απώλεια, όμως το πιο γνωστό ποίημα είναι το Palavras para Julia, που αναφέρεται στη μητέρα και την κόρη του και το οποίο τραγούδησε ο Paco Ibañez.



Queda el polvo

De aquel trueno, de aquella
terrible llamarada
que crecío ante mis ojos,
para siempre ha quedado,
confundido en el aire,
un polvo de odio, una
tristísima ceniza
que caía y caía
sobre la tierra, y sigue
cayendo en mi memoria,
en mi pecho, en las hojas
del papel en que escribo.



Έχει μείνει η σκόνη
Από εκείνo τoν κεραυνό, από ‘κείνη
την τρομερή πυρκαγιά
που θέριεψε μπροστά στα μάτια μου
έχει μείνει για πάντα,
ανακατεμένη με τον αέρα,
μια σκόνη από μίσος, μια
αξιοθρήνητη τέφρα
που πέφτει ακατάπαυστα
πάνω στη γη κι εξακολουθεί
να συσσωρεύεται στη μνήμη μου,
στο στήθος μου, στις σελίδες
του χαρτιού που γράφω.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Ο δεκάλογος του συγγραφέα

Ο Δεκάλογος του συγγραφέα
Αουγκούστο Μοντερόσο

Πρώτο. 
Όταν έχεις κάτι να πεις, πες το· όταν δεν έχεις, κάνε το ίδιο. Γράφε συνέχεια.

Δεύτερο. 
Μην γράφεις ποτέ για τους σύγχρονούς σου και σε καμία περίπτωση, όπως κάνουν τόσοι πολλοί, για τους προγόνους σου. Κάνε το για τις επόμενες γενιές, στις οποίες χωρίς αμφιβολία θα είσαι διάσημος, καθώς είναι γνωστό ότι η αιωνιότητα πάντα απονέμει δικαιοσύνη.

Τρίτο. 
Σε καμία περίπτωση μην ξεχνάς την περίφημη ρήση: «Στη λογοτεχνία δεν έχει γραφτεί τίποτα.»

Τέταρτο.
Αυτό που μπορείς να πεις με εκατό λέξεις πες το με εκατό λέξεις· αυτό που μπορείς με μία, πες το με μία. Ποτέ μην καταφεύγεις στη μέση οδό· έτσι, ποτέ δεν θα γράψεις τίποτα με πενήντα λέξεις.

Πέμπτο. 
Αν και μπορεί να μην φαίνεται, το να γράφεις είναι μια τέχνη· το να είσαι συγγραφέας σημαίνει να είσαι ένας αρτίστας, όπως ο ακροβάτης ή όπως ο κατ' εξοχήν μαχητής, δηλαδή αυτός που παλεύει με τη γλώσσα· για αυτή τη μάχη να εξασκείσαι μέρα και νύχτα. 

Έκτο. 
Εκμεταλλεύσου όλα τα μειονεκτήματα, όπως η αϋπνία, η φυλακή ή η φτώχεια· η πρώτη έκανε συγγραφέα τον Μποντλέρ, η δεύτερη τον Πελίκο και η τρίτη όλους τους φίλους σου· απόφυγε λοιπόν το να κοιμάσαι όπως ο Όμηρος, την ήρεμη ζωή ενός Βύρωνα ή το να κερδίζεις τόσα πολλά όπως ο Μπλουά.

Έβδομο. 
Μην κυνηγάς την επιτυχία. Η επιτυχία κατάστρεψε τον Θερβάντες, που μέχρι τον Δον Κιχώτη ήταν τόσο καλός μυθιστοριογράφος. Αν και η επιτυχία είναι πάντα αναπόφευκτη, δοκίμασε μια γερή αποτυχία πού και πού προκειμένου να στενοχωριούνται οι φίλοι σου. 

Όγδοο
Δημιούργησε ένα ευφυές κοινό, το οποίο μπορείς να εξασφαλίσεις περισσότερο ανάμεσα στους πλούσιους και τους ισχυρούς. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα σου λείψουν ούτε η κατανόηση ούτε η ενθάρρυνση, που προέρχονται από αυτές τις δύο μοναδικές πηγές. 

Ένατο. 
Πίστευε σε εσένα, αλλά όχι πολύ· αμφίβαλλε για τον εαυτό σου, αλλά όχι πολύ. Όταν νιώθεις αμφιβολία, πίστευε· όταν πιστεύεις, αμφίβαλλε. Σε αυτό εντοπίζεται η μοναδική αληθινή σοφία που μπορεί να συνοδεύει ένα συγγραφέα. 

Δέκατο. 
Προσπάθησε να λες τα πράγματα με τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πάντα ότι κατά βάθος είναι το ίδιο ή περισσότερο ευφυής από εσένα. Μερικές φορές φρόντισε ώστε να είναι πραγματικά έτσι· όμως, για να το πετύχεις αυτό, πρέπει να είσαι πιο ευφυής από τον αναγνώστη. 

Εντέκατο. 
Μην ξεχνάς τα συναισθήματα των αναγνωστών. Γενικά είναι το καλύτερο που διαθέτουν· δεν είναι όπως εσύ, που τα στερείσαι, αφού διαφορετικά δεν θα προσπαθούσες να μπεις σε αυτή τη δουλειά. 

Δωδέκατο. 
Πάλι ο αναγνώστης. Όσο καλύτερα γράφεις, θα έχεις περισσότερους αναγνώστες· όσο τους δίνεις έργα κάθε φορά πιο εκλεπτυσμένα, τα δημιουργήματά σου θα αρέσουν σε έναν μεγαλύτερο κάθε φορά αριθμό ανθρώπων· αν γράφεις για τη μάζα, ποτέ δεν θα γίνεις διάσημος και κανείς δεν θα προσπαθήσει να σου αγγίξει το σακάκι στο δρόμο ούτε θα σε δείξει με το δάχτυλο στο σουπερμάρκετ. 



Ο γράφων δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να αποκλείσει δύο από αυτές τις δηλώσεις και να μείνει με τις υπόλοιπες δέκα.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Μακεδονικός ετυμολογικός αγώνας

ἀμφισβητούντων Ἀθηναίων πρὸς Βοιωτοὺς περὶ τῆς χώρας ἥν καλοῦσι Σίδας. Ἐπαμινώνδας δικαιολογούμενος ἐξαίφνης ἐκ της ἀριστερᾶς μεταλαβὼν κεκρυμμένην ῥόαν καὶ δείξας ἤρετο τί καλοῦσι τοῦτο. τῶν δ’ εἰπόντων «ῥόαν». «ἀλλ’ ἡμεῖς, εἶπε, σίδαν» (ὁ δὲ τόπος τοῦτ ́ ἔχει τὸ φυτὸν ἐν αὑτῷ πλεῖστον, ἀφ’ οὗ τὴν ἐξ ἀρχῆς εἴληφε προσηγορίαν) καὶ ἐνίκησεν.» 
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14.64.18 - 14.64.25

Στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου έχουμε την πρώτη ίσως χρήση της ετυμολογίας στη διπλωματία. Λέγεται πως τον 4ο αι. π.Χ. οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε διένεξη με τους Θηβαίους για μία περιοχή που ονομαζόταν Σίδαι και ήταν διάσημη για τα ρόδια της. Ο Επαμεινώνδας έδειξε στους Αθηναίους ένα ρόδι και τους ρώτησε πώς το λένε. Εκείνοι απάντησαν ότι λέγεται ρόα, μία λέξη από την οποία προέρχεται το σημερινό ρόδι. Τότε ο Επαμεινώνδας τούς επισήμανε ότι η βοιωτική λέξη ήταν σίδη, αποδεικνύοντας έτσι ότι, αφού η διαφιλονικούμενη περιοχή ονομαζόταν Σίδαι και ήταν γεμάτη ροδιές, τότε ανήκε στους Θηβαίους που ονόμαζαν σίδη το ρόδι.
Τον 19ο αιώνα η ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων θα συνέδεε την ετυμολογία με την ιστορική και εδαφική συνέχεια του έθνους. Στο χώρο της Μακεδονίας της οθωμανικής περιόδου, ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας, οι επιδιώξεις του ελληνικού κράτους προσέκρουσαν στις διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Η περιοχή της Μακεδονίας κατοικείτο από σλαβόφωνο πληθυσμό τον οποίο διεκδικούσε η Βουλγαρία και η σύγκρουση δεν θα περιοριζόταν μόνο στο στρατιωτικό και στο διπλωματικό πεδίο, αλλά θα επεκτεινόταν και στον χώρο της επιστήμης. Στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αι. παρατηρούμε τη συγγραφή ετυμολογικών έργων που επιχειρούν να συνδέσουν με το ελληνικό έθνος πληθυσμούς οι οποίοι δεν μιλούσαν ως μητρική την ελληνική γλώσσα.
Το επιχείρημά τους ήταν πως οι σλαβόφωνοι της οθωμανικής Μακεδονίας ήταν ουσιαστικά ομιλητές μιας ελληνικής διαλέκτου που "έπασχε" από "σλαβοφάνεια", δηλαδή φαινόταν να είναι σλαβική διάλεκτος, ενώ δεν ήταν. Η πρώτη γνωστή διατύπωση αυτής της θεωρίας χρεώνεται στο γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Γεώργιο Τσορμπατζόγλου, ο οποίος το 1904 κατά τη διάρκεια ερευνητικής αποστολής στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία συντάσσει εκθέσεις που φανερώνουν την πεποίθησή του ότι η γλώσσα των κατοίκων της περιοχής «δεν είνε βουλγαρική, αλλ’ αρχαιοτάτη Ελληνομακεδονική». Τον επόμενο χρόνο εκδίδεται στο Κάιρο το βιβλίο Η γλώσσα των εν Μακεδονία βουλγαροφώνων από τον Γεώργιο Μπουκουβάλα, πρώην επιθεωρητή ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία, ο οποίος παραθέτει ένα μικρό γλωσσάριο 657 λέξεων του σλαβικού ιδιώματος, τις οποίες θεωρεί ελληνικής προέλευσης. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της διαλέκτου είναι «συνονθύλευμα λέξεων», από τις οποίες ελάχιστες είναι οι βουλγαρικές. Όμως το γνωστότερο έργο που επιχειρεί να συνδέσει τις σλαβικές διαλέκτους της Μακεδονίας με την αρχαία ελληνική είναι το Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαβοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν του Κωνσταντίνου Ι. Τσιούλκα, που εκδόθηκε το 1907 και επανακυκλοφόρησε το 1991, όταν αναζωπυρώθηκε το μακεδονικό ζήτημα.
Ο Κωνσταντίνος Τσιούλκας υπήρξε γυμνασιάρχης σε ελληνικό σχολείο στο Μοναστήρι μέχρι το 1889, όταν παύθηκε από τις οθωμανικές αρχές. Καταγόταν από το σλαβόφωνο χωριό Γκόρεντσι (σήμερα: Κορησσός)· ο ίδιος δηλώνει πως δεν γνωρίζει καμία σλαβική γλώσσα (εξαιρείται η διάλεκτος της Μακεδονίας, την οποία θεωρεί ελληνική) και πως αγνοεί ακόμα και το αλφάβητό τους (1991: ιε ́), γεγονός που μειώνει την επιστημονική του εγκυρότητα: εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς χαρακτηρίζει τη διάλεκτο ως «σλαβοφανή», αφού ο ίδιος δε γνωρίζει καμία σλαβική γλώσσα, και πώς μπορεί, χωρίς να γνωρίζει σλαβικές γλώσσες, να αντικρούσει επιστημονικά την άποψη ότι η διάλεκτος είναι σλαβικής προέλευσης.
Πιστεύει πως η Μακεδονία είναι πεδίο δράσης της βουλγαρικής προπαγάνδας, που διακατεχόμενη από πανσλαβικές βλέψεις, διακηρύσσει ότι οι διάλεκτοι της Μακεδονίας είναι σλαβικές· αυτό το «ψεύδος» επιχειρεί να ανασκευάσει με τη μελέτη του, αφού δηλώσει ότι ακόμα και ανθρωπολογικά, ηθικά, θρησκευτικά και κοινωνικά οι Μακεδόνες είναι διαφορετικοί από τους Βούλγαρους και θα είναι αίσχος να υπαχθούν «εις την μογγολοταταρικήν ομοσιπύαν» (σελ. ιγ ́). Η θέση του για τη γλώσσα συνοψίζεται επιγραμματικά στην φράση ότι «η ψυχή και η σεμίγδαλις της σλαβοφανούς μακεδονικής διαλέκτου είνε ελληνική, τα δε κάρκαρα, τα πίτυρα και ει τι άλλο σμικρότερον είνε τουρκικά, λατινικά –και ταύτα δε πάλιν εξ ημών– και ολίγιστα δε εξ επιδρομής σλαβικά» (σελ. ιε ́). Το δυσνόητο της γλώσσας για το φυσικό ομιλητή της ελληνικής το ξεπερνά αναφερόμενος στην ύπαρξη λεξιλογίου, το οποίο μπορεί να είναι δυσνόητο για τον μέσο έλληνα, αλλά είναι ελληνικό και επιμένει στην ακουστική ομοιότητα της «σλαβοφανούς μακεδονικής» διαλέκτου με την ελληνική. Η σύγκριση επαναλαμβάνεται συνεχώς: «μόνον δε η μακεδονική γλώσσα έχει τας αρετάς της ελληνικής γλώσσης» (1991: κζ ́).
Στις τελευταίες σελίδες του πρώτου μέρους εκθέτει τα συμπεράσματά του με εκτενείς ιστορικές, γλωσσικές και πολιτικές αναφορές και τονίζει ότι μόνο «η δικαιοσύνη της επιστήμης» μπορεί να αναχαιτίσει τα ψεύδη «των δικηγόρων του βουλγαρισμού» (σελ. ρε ́)· επαναλαμβάνει την πίστη του για τη γνησιότητα του μακεδονικού αίματος και για την αυτοχθονία του μακεδονικού λαού (σελ. ρι ́), που κατοικεί τους ίδιους τόπους, που μιλά μια γλώσσα μη σλαβική και που «εις άμυναν λαμπράν και αυτήν την φυσιογνωμίαν και το κρανίον και τα ήθη και τα έθιμα και τας παραδόσεις και την ψυχικήν σύστασιν και την συνείδησιν δύναται να επιδείξη ως εθνικά σθεναρά στοιχεία του παλαιού ακραιφνούς Μακεδόνος και της ελληνικής αυτού φύσεως» (σελ. ρθ ́).
Τονίζοντας ότι «εν τη μακεδονική γλώσση υπάρχουσι και νυν έτι 1260 λέξεις ομηρικαί, ενώ εν τη γλώσση του ελληνικού λαού μόλις 650» (σελ. ρη ́) απευθύνεται στους «αληθείς λογίους των εθνών» πιστεύοντας ότι, αν οι «ευγενείς και δίκαιοι» Ευρωπαίοι γνωρίσουν την ελληνική φύση της γλώσσας των Μακεδόνων, θα απονείμουν «δικαιοσύνην κρίσεως προς τα από της γλώσσης δίκαια των Μακεδόνων» (σελ. ρια ́). Για τον Τσιούλκα η «πανσλαβική προπαγάνδα» των Βουλγάρων συνίσταται σε «ψευδώνυμο φιλάνθρωπο πολιτική» και ψευδοεπιστήμη, που έχει εξαγοραστεί για να επικυρώσει τους πόθους προσεταιρισμού των κατοίκων της Μακεδονίας (σελ. ριζ ́)· τα ψεύδη των προπαγανδιστών «καταισχύνουσιν την αλήθειαν» (σελ. ριδ ́) η οποία είναι με το μέρος των Ελλήνων.
Η σχέση του λεξιλογίου της γλώσσας των Μακεδόνων με των υπόλοιπων Ελλήνων και των ομηρικών επών αναδεικνύεται στο β ́ μέρος του βιβλίου, που είναι εκτενέστερο και περιλαμβάνει πρώτα ένα συγκριτικό λεξιλόγιο της ελληνικής και της «σλαβοφανούς» μακεδονικής (σελ. 1-95), και έπειτα ένα επίσης συγκριτικό κατάλογο λέξεων της «μακεδονικής» της «ομηρικής» και της δημοτικής (σελ. 96-132), καταλόγους παραγώγων και συνθέτων ταξινομημένων ανάλογα με την παραγωγική κατάληξη ή το πρώτο συνθετικό κλπ., καθώς και ένα κατάλογο όπου συγκρίνονται λέξεις της τσακωνικής, της ελληνικής και της μακεδονικής (σελ. 132-332).
Η άγνοια της Βουλγαρικής τον οδηγεί στο να ετυμολογεί από την «ομηρική» Ελληνική λέξεις της διαλέκτου που είναι ολόιδιες στο βουλγαρικό λεξιλόγιο (π.χ. ετυμολογεί τις λέξεις voda (=νερό), nos (= μύτη) και nof (= νέος) από τις αρχαιοελληνικές ὕδωρ, ῥὶς (συγκεκριμένα από τη γενική ῥι-νὸς), νέος). Αποδίδει σε ελληνική προέλευση λέξεις οι οποίες προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή και καταγράφει τις λέξεις της διαλέκτου με το ελληνικό αλφάβητο όχι εφαρμόζοντας φωνητική γραφή, αλλά γράφοντας τη λέξη έτσι ώστε να μοιάζει με την αντίστοιχη ελληνική (π.χ. κλειtsch, ενώ η φωνητική απόδοση είναι [klič] ‘κλειδί’ και ζείμμα, ενώ η φωνητική απόδοση είναι [zima] ‘χειμών’).
Παρόμοιες προσπάθειες ετυμολογικής σύνδεσης της ελληνικής και των σλαβικών διαλέκτων της Μακεδονίας έγιναν από διάφορους συγγραφείς. Το 1923 ο Κλεάνθης Νικολαΐδης κυκλοφορεί στην Αθήνα την Ιστορίαν του Ελληνισμού (με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν) στης οποίας τις σελίδες 581-582 περιλαμβάνει λέξεις δανεισμένες από την ελληνική. Το 1948, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, δημοσιεύτηκε με ενθάρρυνση του τμήματος Πολιτικής Επιστράτευσης της νομαρχίας Πέλλας το βιβλίο του σλαβόφωνου εκπαιδευτικού Γ. Γεωργιάδη Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα και η εθνολογική κατάστασις των ομιλούντων αυτό Μακεδόνων, ο οποίος επίσης υποστήριζε ότι η γλώσσα των Μακεδόνων ήταν εξέλιξη της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου (που ήταν ελληνική). Η παραγωγή έργων τα οποία επικαλούνται την ετυμολογική συγγένεια μεταξύ της ελληνικής και των σλαβόμορφων –όπως τα αποκαλούν– ιδιωμάτων της Μακεδονίας συμπίπτει κυρίως με περιόδους έξαρσης του Μακεδονικού ζητήματος. Η ετυμολογία θεωρείται ως η ισχυρότερη απόδειξη της γλωσσικής συγγένειας και προσδίδει «επιστημονική» αυθεντία στις εθνικές διεκδικήσεις.